'Ηταν απομεσήμερο όταν έφτασα και μου είπαν ότι ήταν για ελιές στο Πυργάκι,Πήγα να τον βρω.Αν και είχε φτάσει τα ογδόντα,λυπόταν να αφήσει τα δέντρα να ρημάξουν.
Τον ρώτησα αν θέλει να τον βοηθήσω να μαζέψει και να φύγουμε.
-Κάτσε να κλαδέψω και την ελιά του Βασίλη,είπε και πήγε απέναντι σε ποτιστικό με μία ελιά.
Τον ρώτησα ποιου Βασίλη ήταν ο κήπος και η ελιά.
-Του Βασίλη Χ.,που να τον ξέρεις εσύ είπε.
"Ήμουνα παιδί,μετά τη κατοχή, θά'ταν '46-'47. Είμαστε μακρινοί συγγενείς.Ερχόταν στο σπίτι μας ο Βασίλης.Ήθελε να πουλήσει ένα χωράφι στη μάνα μου,που συνορεύαμε, για να μπει συνέταιρος σ' ένα καΐκι.'Ηταν ένας όμορφος λεβέντης και ντυμένος στη πένα, κείνα τα χρόνια.Φόραγε πάντα τα πουκάμισα τα τρικολίνα.Είχε κάτι σκουρόξανθα μαλλιά,σκαλωτά.
Ένα βράδυ ήρθε σπίτι και λέει της μάνας μου:
-Θα φύγω στο βουνό θειά Νικολάκαινα,θα με σκοτώσουν
-Όχι παιδάκι μου.....φύγε του πελάγου...
-Δε μπορώ θειά,έχουν κλείσει από παντού...
Έφυγε στο βουνό να γλιτώσει από τους Χίτες
Μετά ήρθε η ξετόπιση.Μας κατέβασαν στη θάλασσα και επιτάξανε τις γυναίκες και τα ζα να ανεβάζουν στο βουνό τον εφοδιασμό του στρατού.Μυρμηγκιά έβλεπες να ανεβαίνουν το μονοπάτι γυναίκες και μουλάρια φορτωμένοι.
Μια μέρα, έλεγε η μακαρίτισσα η μάνα μου και βούρκωνε, που φτάσανε στο Διλάγκαδο βλέπουνε κομμένα κεφάλια πεταμένα.Πιο πάνω,μέσα στο λαγκάδι είδε μπροστά της το κεφάλι του Βασίλη με τα ξανθά μαλλιά σα ζωντανό.Τις βιάζανε να προχωρήσουν.Έσκυψε,το΄πιασε από τα μαλλιά το κεφάλι του Βασίλη και τό'βαλε στη ποδιά της,μη το κλοτσήσουν και το πατήσουν.'Οταν έφτασαν και ξεφόρτωσαν είχε νυχτώσει.Πήγε κρυφά παράμερα έσκαψε με τα χέρια της και έθαψε το κεφάλι του Βασίλη.....
Χαθήκανε οι καλύτεροι τότε.Γιατί;Για να μας ξεπουλάει μπιρ-παρά ο τσόγλανος ο Τσίπρας..."
Είπε...και συνέχισε να κλαδεύει την ελιά του Βασίλη.
Ένα γεράκι ζυγιάστηκε,έκανε αργά δυο κύκλους από πάνω μας και έφυγε προς τη θάλασσα....
Τον ρώτησα αν θέλει να τον βοηθήσω να μαζέψει και να φύγουμε.
-Κάτσε να κλαδέψω και την ελιά του Βασίλη,είπε και πήγε απέναντι σε ποτιστικό με μία ελιά.
Τον ρώτησα ποιου Βασίλη ήταν ο κήπος και η ελιά.
-Του Βασίλη Χ.,που να τον ξέρεις εσύ είπε.
"Ήμουνα παιδί,μετά τη κατοχή, θά'ταν '46-'47. Είμαστε μακρινοί συγγενείς.Ερχόταν στο σπίτι μας ο Βασίλης.Ήθελε να πουλήσει ένα χωράφι στη μάνα μου,που συνορεύαμε, για να μπει συνέταιρος σ' ένα καΐκι.'Ηταν ένας όμορφος λεβέντης και ντυμένος στη πένα, κείνα τα χρόνια.Φόραγε πάντα τα πουκάμισα τα τρικολίνα.Είχε κάτι σκουρόξανθα μαλλιά,σκαλωτά.
Ένα βράδυ ήρθε σπίτι και λέει της μάνας μου:
-Θα φύγω στο βουνό θειά Νικολάκαινα,θα με σκοτώσουν
-Όχι παιδάκι μου.....φύγε του πελάγου...
-Δε μπορώ θειά,έχουν κλείσει από παντού...
Έφυγε στο βουνό να γλιτώσει από τους Χίτες
Μετά ήρθε η ξετόπιση.Μας κατέβασαν στη θάλασσα και επιτάξανε τις γυναίκες και τα ζα να ανεβάζουν στο βουνό τον εφοδιασμό του στρατού.Μυρμηγκιά έβλεπες να ανεβαίνουν το μονοπάτι γυναίκες και μουλάρια φορτωμένοι.
Μια μέρα, έλεγε η μακαρίτισσα η μάνα μου και βούρκωνε, που φτάσανε στο Διλάγκαδο βλέπουνε κομμένα κεφάλια πεταμένα.Πιο πάνω,μέσα στο λαγκάδι είδε μπροστά της το κεφάλι του Βασίλη με τα ξανθά μαλλιά σα ζωντανό.Τις βιάζανε να προχωρήσουν.Έσκυψε,το΄πιασε από τα μαλλιά το κεφάλι του Βασίλη και τό'βαλε στη ποδιά της,μη το κλοτσήσουν και το πατήσουν.'Οταν έφτασαν και ξεφόρτωσαν είχε νυχτώσει.Πήγε κρυφά παράμερα έσκαψε με τα χέρια της και έθαψε το κεφάλι του Βασίλη.....
Χαθήκανε οι καλύτεροι τότε.Γιατί;Για να μας ξεπουλάει μπιρ-παρά ο τσόγλανος ο Τσίπρας..."
Είπε...και συνέχισε να κλαδεύει την ελιά του Βασίλη.
Ένα γεράκι ζυγιάστηκε,έκανε αργά δυο κύκλους από πάνω μας και έφυγε προς τη θάλασσα....