Ο «Κυνηγός Ιστοριών» είναι το τελευταίο έργο που είχε ετοιμάσει, σαν αντιχάρισμα ίσως Εντουάρντο Γκαλεάνο προτού φύγει από τούτη τη ζωή τον Απρίλιο του 2015. Και είναι ίσως το πιο προσωπικό του· σε αυτό διάλεξε να συνοψίσει τα θέματα που σφράγισαν τη ζωή, τη σκέψη και το έργο του –τη μνήμη και τη λήθη, τον ταπεινό άνθρωπο που γράφει με τη ζωή του την ιστορία, τη βία της εξουσίας και την επανάσταση ενάντιά της, τον έρωτα, την τέχνη, το ποδόσφαιρο–, μα και να ανοίξει, απροσδόκητα, το εργαστήρι του, να μιλήσει για το πώς εμπνεύστηκε τα βιβλία του, πώς έχτισε την ποιητική του· και, ακόμα πιο απροσδόκητα, να μιλήσει για τα παιδικά του χρόνια, για την πορεία του, για τους ανθρώπους που σημάδεψαν τη ζωή του και τη γραφή του, για τα ταξίδια του, για το τι σήμαινε γι’ αυτόν ζωή και θάνατος.
Μεταξύ άλλων ο Γκαλεάνο εξομολογείται ότι την τεχνική που εφάρμοσε σε όλα τα σημαντικά έργα του, να αφηγείται δηλαδή την ιστορία σε πρώτο πρόσωπο, μέσα από τη «μικρή ιστορία», την εμπνεύστηκε από τον Κωνσταντίνο Καβάφη: «Η τριλογία μου Μνήμη της Φωτιάς γεννήθηκε από ένα ποίημα του Κωνσταντίνου Καβάφη. Διαβάζοντας τον μεγάλο Έλληνα ποιητή από την Αλεξάνδρεια, ένιωσα μια πρόκληση: γιατί να μη δω τον κόσμο μέσα από την κλειδαρότρυπα; Γιατί να μη γράψω για το παρελθόν, να μην αφηγηθώ τη μεγάλη Ιστορία, μέσα από τη μικρή ιστορία; Στο ποίημα του Καβάφη, η νίκη του Μάρκου Αντώνιου στην Ελλάδα περιγράφεται από έναν φτωχό μικροπωλητή, ανεβασμένο στο γαϊδουράκι του, που διαλαλεί την πραμάτεια του, και δεν τον ακούει κανείς». Και είναι συγκινητικό να περιλαμβάνει σε αυτό τον απολογισμό μιας ζωής και μια ιστορία για τον Κανέλο, τον σκύλο που κουλουριαζόταν στα πόδια του όταν είχε μιλήσει στους φοιτητές του Πολυτεχνείου στην Αθήνα τον Νοέμβριο του 2003: «… διέκρινες, ανάμεσα στα δακρυγόνα και τις φωτιές, ένα σκυλί.
Τον αναγνώρισα στις φωτογραφίες. Ήταν ο Κανέλος. Όμως οι Έλληνες φίλοι μου με πληροφόρησαν ότι ο Κανέλος είχε πεθάνει πριν από ενάμιση χρόνο. Εγώ επέμενα ότι έκαναν λάθος. Εκείνος ο διαδηλωτής σκύλος, εκείνος ο άγαρμπος αγανακτισμένος, ήταν ο Κανέλος. Τώρα τον έλεγαν Λουκάνικο, για να παραπλανήσει τον εχθρό.» Αυτό το προσωπικό, άλλοτε τρυφερό και άλλοτε πικρό βιβλίο, διανθισμένο όμως πάντοτε με το μοναδικό του χιούμορ και με σκίτσα από την πένα του, είναι το υστερόγραφο μιας δημιουργικής πορείας που ύμνησε τη ζωή· το υστερόγραφο ενός ποιητή που αγάπησε πάνω απ’ όλα τον Άνθρωπο.
από "Ν"