Πέμπτη 7 Μαΐου 2015

Παρακαλώ σε, σταυραϊτέ

Κώστας Κρυστάλλης(1868-1894)

....Θέλω, μα δεν έχω φτερά, δεν έχω κλαπατάρια,

και τυραννιέμαι, και πονώ, και σβιέμαι νύχτα  μέρα.


Παρακαλώ σε, σταυραϊτέ, για χαμηλώσου ολίγο,


και δώσ’ μου τες φτερούγες σου, και πάρε με μαζί σου,


πάρε με απάνου στα βουνά, τι θα με φάη ο κάμπος!

4 σχόλια:


  1. "Ήθελα νἄμουν σταυραητός, νὰ πέταγα τ᾿ ἀψήλου,
    ν᾿ ἀνέβαινα στὴ Λιάκουρα, κατάκορφα στὴ ράχη,
    νἄριχνα ἐκεῖθε μία ματιά, ν᾿ ἀγνάντευα τὸν Πίνδο,
    νὰ ἰδῶ πῶς μοῦ τὸν ἔκαμαν τὰ χρόνια κ᾿ ἡ σκλαβιά του.
    Ποιὸς λέει δὲν κλαῖνε τὰ βουνά; Ποιὸς λέει πὼς δὲν γεράζουν;...
    Χιόνια καὶ κρούσταλλα παλιά, γεράματα γιομάτα,
    σκεπάζουνε τὸν Πίνδο μου, καὶ καταχνιὲς τὸν πνίγουν·
    κι ἀκούγω, ἀκούγω ἀπὸ μακρυά, ἀκούγω ἀπὸ τὰ ξένα
    τῆς γερατειᾶς του τὸ σκουσμό, τὸ κλάμμα τῆς σκλαβιᾶς του.
    Ἄχ! πότε αὐτὸ τὸ σκούξιμο, τρανὴ κραυγὴ θὰ γίνει,
    κραυγὴ ἀνήμερου θεριοῦ, ἐκδίκηση γιομάτη,
    νὰ μάσει ἀπὸ τὴν ξενιτιὰ τὰ ἔρμα τὰ παιδιά σου,
    τ᾿ ἀστροπελέκια σου ἄρματα, Πίνδε, νὰ μᾶς μοιράσεις,
    μία μέρα, ν᾿ ἀναστήσουμε τὴ δόλια μας πατρίδα!...
    Ἄχ! πότε ἡ καταχνιά σου αὐτὴ κ᾿ ἡ τόση σου θολούρα,
    ποὺ τώρα στὸ ἀτέλειωτο σάβανο σὲ τυλίγει,
    πότε νὰ γίνει θὰ τὴν δῶ καπνούρα ἀπὸ ντουφέκια!...
    Καὶ πότε αὐτὸς ὁ ἥλιος σου, ποὖναι νεκρὸς καὶ κρύος,
    πότε μία μέρα θὲ νὰ βγεῖ ζεστὸς μέσ᾿ στὲς κορφές σου,
    νὰ λυώσουνε τὰ κρούσταλλα καὶ τὰ πολλά σου χιόνια,
    καὶ φυτρώσουν, μία ἄνοιξη, μαζὶ μὲ τὰ λουλούδια,
    ἀρματωμένα, Πίνδε μου, τὰ νιάτα τὰ παλιά σου!..."


    (Κώστας Κρυστάλλης)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ευχαριστούμε Ιχνηλάτη.Τιμούμε τους ταπεινούς ποιητές που το μόνο που είχαν ήταν η συλλογική πνευματική παράδοση του λαού τους.

      Διαγραφή
  2. Υπέροχο ποίημα! Απ' τα κλασικά της ελληνικής ποίησης!!!... Δυστυχώς ο Κρυστάλλης "έφυγε" πολύ νέος!

    Και μια παράθεση για το τι έπαθε ο φουκαράς ο Κρυστάλλης από το δάσκαλό του στο σχολειό:

    Η «γάνωσις» του Κώστα Κρυστάλλη…

    Γράφει ο Κώστας Βάρναλης στο βιβλίο του «Αισθητικά, κριτικά, σολωμικά» (σελ. 204), μεταξύ άλλων, για τον ποιητή του «Βουνού και της στάνης», Κώστα Κρυστάλλη:

    «…Ο Κρυστάλλης τα πρώτα του σχολικά γράμματα τα έκανε στο Συρράκο, όπου «ήκμαζεν δημοτικόν και σχολαρχείον». Αφού μαθαίνανε τα παιδιά την αλφαβήτα στην άμμο, γράφοντας με το δάχτυλο, προχωρούσανε κατόπι στους πίνακες, κι ύστερα τους δίνανε βιβλία. Τα τρία πρώτα ήτανε το «Αλφαβητάριον», το «Αναγνωσματάριον καιο «Ερημίτης». Έπειτα έποντο ο «Καλός Πατήρ», ο «Χριστόφορος», η «Χρηστομάθεια» κλπ.

    “Όταν έφθασα εις τον «Χριστόφορον», γράφει ο Κρυστάλλης, ήμουν όπωσούν αρκετά μεγάλος. Τιμωρίαι μας τότε ήταν εν χρήσει η φυλάκισις και η γάνωσις, καθ΄ην ο τιμωρούμενος εγανώνετο εις το πρόσωπον ποικιλοτρόπως υπό τινός των συμμαθητών του και υπό του διδασκάλου διά μελάνης και εις το τέλος του μαθήματος, διερχόμενοι έμπροσθέν του οι μαθηταί όλοι, έπτυον αυτόν. Εάν το παράπτωμα ήτο πολύ μέγα, εξήγετο εν τοιαύτη καταστάσει εις το μεσοχώρι, όπου επτύετο παρ’ όλου του κόσμου.

    Εις την τάξιν αυτήν επρώτευον εγώ και μία ωραία κορασίς…Ήτο αληθώς ωραιοτέρα και κάπως την υπέβλεπον!…Εν δειλινόν εορτής την απήντησα εις την βρύσιν έξω του χωρίου. Της εζήτησα κατ’ αρχάς ύδωρ και μοι προσέφερε την υδρίαν της ευχαρίστως. Μετά τούτο ο λεβέντης θέλησα να φιλήσω τας ροδοκοκκίνους παρειάς της. Έκαμα, λοιπόν, έφοδον και απέτυχα…Πλήρης οργής απομακρυνθείσα μ’ εφοβέρισεν, ότι θα με κατήγγειλεν εις τον διδάσκαλον (όχι εις τους γονείς της)…

    Την επαύριον το πρωί προσεκλήθην υπό του διδασκάλου ίνα απολογηθώ. Μη δυνάμενος ν’ αρνηθώ την πράξιν μου κατεδικάσθην εις την τιμωρίαν της γανώσεως. Και έβαλε αυτήν την ιδίαν, ο απηνής διδάσκαλος να με γανώσει.

    Εις μίαν γωνίαν, λοιπόν, του σχολείου εμβάπτουσα τους ωραίους μικρούς δακτύλους της εις το μελανοδοχείον εζωγράφει το μικρόν προσωπάκι μου. Μοι εσχεδίασε μύστακα αρειμάνιον και γένειον μελανότατον, τον ήλιον και την σελήνην επί των παρειών μου, διόπτρα επί της ρινός μου…Ότε δε ετελείωσε το μάθημα και εδέχθην επί του προσώπου μου τα πτυσίματα των πλείστων μαθητών, αυτή παρελάσασα, αντί να με πτύσει, με ητένισε με βλέμμα υπόδακρυ, αλλ’ εγώ έκτοτε την εμίσησα…”».

    ΑπάντησηΔιαγραφή