από Το Περιοδικό
75 χρόνια από το κατέβασμα της σβάστικας
"Και τότε ανεβήκαμε επάνω από τα σκαλιά, λύσαμε το συρματόσκοινο και προσπαθήσαμε να την κατεβάσουμε. Αυτή η σημαία είχε τρία μεγάλα σύρματα τα οποία είχαν στρόφιγγες από έξω από το βράχο και κρατάγανε τη σημαία η οποία όταν είχε αέρα, ήταν μια τεράστια σημαία έτρεμε όλος ο ιστός. Η σημαία λοιπόν κατέβαινε μέχρι το τελευταίο, εκεί στον κόμβο που ήταν τα τρία σύρματα, και από εκεί δεν κατέβαινε. Φτάναμε μέχρι εκεί, σκαρφαλώναμε, την πιάναμε, την τραβάγαμε, τίποτα. Ο μόνος τρόπος για να κατεβεί η σημαία ήταν να ανοίξουν τα τρία σύρματα, όπως είναι στο γαϊτανάκι. Ο μόνος τρόπος λοιπόν ήταν ή θα φεύγαμε και θα την αφήναμε έτσι, ή θα έπρεπε να βγάλουμε τα σύρματα. Και αποφασίσαμε να κάνουμε αυτό».
»Και πήγαμε στη Μπενάκειο Βιβλιοθήκη, ανοίξαμε την εγκυκλοπαίδεια στη λέξη “Ακρόπολις” και πήραμε όλα τα σχεδιαγράμματα και διαβάσαμε τα πάντα. Είδαμε λοιπόν την ιστορία, πότε γκρεμιστήκανε, πότε ξαναφτιαχτήκανε, πότε την καταλάβανε οι Τούρκοι, πότε οι Έλληνες, πότε έτσι, πότε αλλιώς.
»Καταλήξαμε λοιπόν στο σημείο ότι το μόνο μέρος στο οποίο υπήρχε μια ρωγμή, το μέρος αυτό, η σπηλιά της Ανάγνου το οποίο είχε μια ρωγμή από ένα βάθρο που ήταν στο βορινό μέρος του Ερεχθείου μέχρι κάτω και από ένα σημείο και μετά είχε ένα ξεροπήγαδο εις το οποίο κατά τη μυθολογία ήταν το άνδρο, η φωλιά του Εριχθόνιου, ο οποίος ήταν ο ιερός όφις της Αθηνάς, ο φύλακας της Ακρόπολης, ήταν αυτός που φύλαγε τους ιερούς ναούς της Ακρόπολης, αυτό το φίδι που έχει στην ασπίδα της η θεά Αθηνά, και ο οποίος κατά τη μυθολογία οι ιέρειες των ναών του ρίχνανε μελόπιτες μια φορά το μήνα για να διατηρείται, να τρώει και να φυλάει τα ιερά. Αυτό ήταν μια μεγάλη ρωγμή η οποία είχε ένα άνοιγμα όμως στη βορινή πλευρά προς τη μεριά των Αέρηδων, τη βορινή πλευρά. Το θέμα ήταν ότι από το βάθρο, από τη οπή που είχε στη βορινή πλευρά στο τείχος της Ακροπόλεως μέχρι επάνω οπυ ήταν το βάθρο στη βάση του Ερεχθείου, εάν μπορούσαμε να φτάσουμε μέχρι εκεί.
»Είχαμε δει λοιπόν ότι εκεί είχαν κάνει ανασκαφές οι Γάλλοι αρχαιολόγοι. Πήγαμε λοιπόν και αρχίσαμε να κάνουμε κατόπτευση το απογευματάκι. Είχε ένα αλσύλιο, δεντράκια, από έξω ένα συρματόπλεγμα με μια πόρτα και επάνω ήταν ο τοίχος. Σε μια στιγμή είχαμε μια ξύλινη παλιά πόρτα σα σανίδες, η οποία ήταν κλεισμένη επάνω σε ένα μέρος του βράχου. Και καταλάβαμε ότι εκεί υπήρχε μια οπή. Έτσι λοιπόν, αποφασίσαμε την ίδια μέρα, καθίσαμε εκεί, είχε ένα καφενεδάκι στον περίγυρο της Ακρόπολης, παρακάτω είναι και μια εκκλησία που λέγεται “η Σταύρωση του Χριστού”, κάπως έτσι, και πήγαμε λοιπόν εκεί, καθίσαμε, πέρασε η ώρα, πηδήξαμε τα συρματοπλέγματα, ανεβήκαμε μέσα από τα δέντρα και φτάσαμε στην πόρτα αυτή. Εκεί είδαμε ότι υπάρχει ένα λουκέτο σκουριασμένο το οποίο προσπαθήσαμε και του βγάλαμε τις στρόφιγγες, ανοίξαμε την πόρτα και είδαμε μια οπή. Δεν είχαμε όμως μαζί μας φανάρι για να δούμε, μέσα ήταν σκοτάδι, υπήρχαν και κάτι νυχτερίδες κτλ., την κλείσαμε πάλι την πόρτα, φύγαμε και πήγαμε την άλλη μέρα πάλι αργά το βράδυ.
»(…) Πήγαμε λοιπόν, πήγαμε σιγά σιγά όταν δε μας παρακολουθούσε κανένας προς το Ερεχθείο, πήγαμε προς τα κάτω και είδαμε το βάθρο, τα σκαλιά που κατεβαίνουν και είδαμε την οπή πάλι. Πήγαμε λοιπόν εκεί, κατεβήκαμε στα σκαλιά σιγά, σιγά και κοιτάξαμε και είδαμε ότι τα μαδέρια αυτά ήταν μισό μέτρα από το τελευταίο σκαλί. Και είδαμε ότι μπορούσαμε να φτάσουμε μέχρι εκεί. Έτσι λοιπόν, αποφασίσαμε ότι από εκεί θα ανέβουμε. Το θέμα είναι ότι μπροστά από το στρογγυλό το μπελβεντέρε που επάνω στον μεγάλο αυτό ιστό υπήρχε η γερμανική πολεμική σημαία, για το κάτω υπήρχε μια σκοπιά ξύλινη η οποία έμπαινε ο σκοπός όταν έβρεχε ή είχε άσχημο καιρό».
Οταν αποφάσισαν να βγάλουν τα σύρματα «πήγαμε λοιπόν και σιγά, σιγά, κατορθώσαμε και ξεμπλέξαμε τα σύρματα αλλά εν τω μεταξύ είχε περάσει μιάμιση ώρα και είχε περάσει η κυκλοφορία, είχε φτάσει 00.30 η ώρα και στο τέλος κατέβηκε η σημαία, την κόψαμε με ένα μαχαιράκι που είχα εγώ, κόψαμε από ένα κομμάτι από τον αγκυλωτό σταυρό, το βάλαμε στον κόρφο μας και τη μαζέψαμε κι έγινε ένας μπόγος τέτοιος, τον οποίο μπόγο όμως δε μπορούσαμε πλέον να τον πάρουμε μαζί μας που θα φεύγαμε, διότι πώς θα τον παίρναμε μαζί μας; Θα μας βλέπανε. Πού να τον πάμε; Και σκεφτήκαμε ότι το μόνο μέρος που μπορούσαμε να το πάμε είναι κάτω στο ξεροπήγαδο να το ρίξουμε και μάλιστα κάναμε και καλαμπούρι για να το φυλάει ο Εριχθόνιος.
»Αφήσαμε εν τω μεταξύ, για να δείτε ότι ήμαστε πολύ ώριμοι για την ηλικία μας τότε, επειδή ξέραμε ότι οι Γερμανοί είναι μεθοδικός λαός και είναι άνθρωποι της λεπτομέρειας και μεθοδικοί, βάλαμε τα αποτυπώματά μας και ο ένας και ο άλλος επάνω στον ιστό της σημαίας. Άσε που σκαρφαλώνοντας προηγουμένως οπωσδήποτε θα υπήρχαν τα αποτυπώματα. Αυτό όμως έσωσε τους φύλακες και τους αρχαιολόγους της Ακροπόλεως, τους οποίους τους συλλάβανε όλους την άλλη μέρα. Αλλά επειδή ήταν τέτοιοι ακριβώς, καλέσανε και τον έλληνα Εισαγγελέα των Πρωτοδικών τότε ο οποίος λεγόταν Μικρουλέας.
»(…) Οι Γερμανοί όμως ανακριτές ήταν τυπικοί, είδαν ότι τα αποτυπώματα δεν ταιριάζανε και αφού τους κρατήσανε τους φύλακες και τους αρχαιολόγους, τους αφήσανε. Τους δικούς τους όμως τους τουφεκίσανε. Φεύγουμε λοιπόν, κατεβαίνουμε, ρίχνουμε τη σημαία, ρίχνουμε από πάνω πέτρες και χώματα, ανοίγουμε την πόρτα και φεύγουμε. Και πάμε τώρα τοίχο, τοίχο, είναι η ώρα 1.30, τοίχο, τοίχο περνάμε από την Αδριανού κάτω, πάμε Μητροπόλεως, μόλις μπαίνουμε στην πλατεία που είναι η Μητρόπολη, εκεί αριστερά, ήταν ένα Ταμείο Δημόσιο και το φύλαγε ένας Αστυφύλακας.
»Και ξαφνικά όπως περπατάγαμε τοίχο, τοίχο, στο φανάρι με το πιστόλι μας λέει «ψηλά τα χέρια, ποιοι είσαστε;» Αλλά ελληνικά. Είδαμε λοιπόν ότι είναι Έλληνας. Τον είδαμε μετά, ήρθε κοντά, είδαμε ότι είναι Αστυφύλακας. Εγώ ευτυχώς είχα την ταυτότητα της Νομικής στην τσέπη μου. Ο Μανόλης δεν είχε τίποτα. Βγάζω λοιπόν την ταυτότητα, «ποιοι είσαστε;» μας λέει. Του λέμε «είμαστε φοιτητές και είχαμε πάει σε ένα γλέντι και πέρασε η ώρα και τώρα επειδή οι δικοί μας ανησυχούν, πάμε..» Λέει, «καλά, δεν ξέρετε ότι οι Γερμανοί, οι Γερμανοί θα σας σκοτώσουν. Στο δρόμο τέτοια ώρα; Πού είναι τα σπίτια σας;» «Εδώ κοντά είναι, παρακάτω». «Μπορείτε να πάτε; Προσέξτε καλά. Για να δω». Τους κάνω έτσι λοιπόν, δεν την πήρε την ταυτότητα, είδε όμως τη λέξη «Πανεπιστήμιο» και μου λέει «καλά, εντάξει, φύγετε και να προσέχετε άλλη φορά» (…)».
Η γενναία πράξη του κατέβασματος της σβάστικας λειτούργησε καταλυτικά στο ηθικό του ελληνικού λαού. Ο οποίος, πολύ σύντομα, θα συνέχιζε την Αντίσταση με το ΕΑΜ, τον ΕΛΑΣ, την ΕΠΟΝ. Ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα είχε φυσικά στους ναζί κατακτητές. Στις 31 Μάη 1941 η γερμανική Κομαντατούρ εξέδωσε την παρακάτω ανακοίνωση:
«Κατά τη νύκτα της 30ής προς την 31η Μαΐου υπεξηρέθη η επί της Ακροπόλεως κυματίζουσα γερμανική πολεμική σημαία παρ” αγνώστων δραστών. Διενεργούνται αυστηραί ανακρίσεις. Οι ένοχοι και οι συνεργοί αυτών θα τιμωρηθώσι διά της ποινής του θανάτου».
Αλλά και στους ντόπιους φίλους και συνεργάτες τους: «Δεν είναι δυνατόν να ήσαν άνθρωποι με σώας τας φρένας αυτοί που υπεξήρεσαν την γερμανικήν σημαίαν, η οποία εκυμάτιζεν επί της Ακροπόλεως, παραπλεύρως της Εθνικής μας Σημαίας. Πάντως δεν είναι δυνατόν να ήσαν Ελληνες που αγαπούν το Εθνος τους. Διότι μόνον παράφρονες ή όργανα ξένης προπαγάνδας ημπορούσαν να διαπράξουν μίαν τόσον επαίσχυντον, αλλά και τόσον επικίνδυνον, ως προς τας συνεπείας της, πράξιν» έγραφε, μεταξύ άλλων, το δοσιλογικό, παραληρηματικό άρθρο της «Βραδυνής».
Παραλήρημα που δεν σταμάτησε ποτέ, με το μίσος, την συκοφαντία και την οργή ενάντια στην Αντίσταση του ελληνικού λαού να έχουν «παραλάβει» και να διατηρούν οι πολιτικοί επίγονοι των συνεργατών των ναζί.
Οι ΠΡΑΞΕΙΣ αντίστασης εξυψώνουν τον άνθρωπο στο επίπεδο του Προμηθέα!
ΑπάντησηΔιαγραφή