Ο Νίκος Κούνδουρος έφυγε σήμερα.
Στη μνήμη αυτού του Έλληνα,ένα μικρό απόσπασμα από το τελευταίο του βιβλίο που βγήκε το Δεκέμβρη του 2016 όταν έκλεινε τα 90 χρόνια του.
"...Σ΄ένα τέτοιο ταξίδι χρεώθηκα να μεταφέρω ένα γράμμα από το πρώτο Τάγμα Μακρονήσου στη μητέρα ενός.Ήταν η μάνα του Άρη Αλεξάνδρου.Έτσι βρέθηκα στο Δουργούτι (Νέος Κόσμος), συνοικισμό προσφύγων του '22.Έψαχνα μέρες να βρω τη μάνα του συντρόφου και κάποια στιγμή από κουβέντα σε κουβέντα κάποιοι μου έδειξαν μια ξύλινη καλύβα.Τοίχοι από σπασμένα κιβώτια,μια στέγη από πισσόχαρτο,και λογής λογής μπαλώματα από σπασμένα κεραμίδια..
Στο καφενείο έμαθα πως η μάνα του ποιητή κέρδιζε τη ζωή της καθαρίζοντας τους δρόμους και το αυλάκι ανάμεσα στα σπίτια,όπου έτρεχε το νερό από τη μία και μοναδική βρύση στη κορυφή του συνοικισμού...."
(Νίκος Κούνδουρος "Μνήμη Απειθάρχητη")
Με τι μάτια τώρα πια
ΑπάντησηΔιαγραφήΒιάστηκες μητέρα να πεθάνεις.
Δεν λέω, είχες αρρωστήσει από φασισμό
κι ήταν λίγο το ψωμί έλειπα κι εγώ στην εξορία
ήτανε λίγος ο ύπνος κι ατέλειωτες οι νύχτες
μα πάλι ποιος ο λόγος να απελπιστείς προτού να κλείσεις
τα εξηντατέσσερα
μπορούσες vα 'σφιγγες τα δόντια
έστω κι αυτά τα ψεύτικα τα χρυσά σου δόντια
μπορούσες ν' αρπαζόσουνα από 'να φύλλο πράσινο
απ' τα γυμνά κλαδιά
απ' τον κορμό
μα ναι το ξέρω
γλιστράν τα χέρια κι ο κορμός του χρόνου δεν έχει φλούδα
να πιαστείς
όμως εσύ να τα 'μπηγες τα νύχια
και να τραβούσες έτσι πεντέξι-δέκα χρόνια
σαν τους μισοπνιγμένους που τους τραβάει ο χείμαρρος
κολλημένους στο δοκάρι του γκρεμισμένου τους σπιτιού.
Τι βαραίνουν δέκα χρόνια για να με ξαναδείς
να ξαναδείς ειρηνικότερες ημέρες και να πας
στο παιδικό σου σπίτι με τον φράχτη πνιγμένον στα λουλούδια
να ζήσεις μες στη δίκαιη γαλήνη
ακούγοντας τον πόλεμο
σαν τον απόμακρο αχό του καταρράχτη
να 'χεις μια στέγη σίγουρη σαν άστρο
να χωράει το σπίτι μας την καρδιά των ανθρώπων
κι από τη μέσα κάμαρα —
όμως εσύ μητέρα βιάστηκες πολύ
και τώρα με τι χέρια να 'ρθεις και να μ΄ αγγίξεις μέσ'
από τη σίτα
με τι πόδια να ζυγώσεις εδώ που 'χω τριγύρω μου τις πέτρες
σιγουρεμένες σαν ντουβάρια φυλακής
με τι μάτια τώρα πια να δεις πως μέσα δω χωράει
όλη η καρδιά του αυριανού μας κόσμου
τσαλαπατημένη
κι από τον δίπλα θάλαμο ποτίζει η θλίψη
σαν υγρασία σάπιου χόρτου.
ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ, Ευθύτης οδών (1959)
Δυνατό
ΔιαγραφήΕυχαριστούμε Ροζαμούνδη
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΨάχνω χρόνια τις ταινίες του "Παράνομοι" και "Αντιγόνη".Ξέρει κανείς πως μπορώ να τις βρώ;
ΔιαγραφήΕίναι συγκλονιστικό! Εικόνα από τη Μαγική πόλη!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτο παλαιότερο αυτοβιογραφικό του, το "Ονειρεύτηκα πως πέθανα", αναφέρεται στη μάνα του πολλές φορές και στη μάνα του Χατζηδάκι και δίνει εικόνες με τις δυο μανάδες να κάθονται μαζί...
Ακριβώς η Μαγική πόλη Κατερίνα.Ο ίδιος γράφει ότι κείνες τις μέρες της εμπειρίας του στο Δουργούτι είχε την ιδέα της συγκεκριμένης ταινίας.
ΔιαγραφήΓια τις μανάδες δε των νέων/κυνηγημένων της δεκαετίας του '40,αφανείς ηρωίδες έβαλε κι αυτός τις ψηφίδες του να έχουμε εμείς την εικόνα....
Xτες το βράδυ Κανάλι της Βουλής μετέδωσε τους Παράνομους του Κούνδουρου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν ξέρω αν βοηθάει να τους βρεις.
Δυστυχώς δεν βλέπω τηλεόραση κι έτσι δεν την είδα.Θα ήθελα να τις έχω στη συλλογή μου και να είναι διαθέσιμες-αν άφηναν
ΔιαγραφήΟ Άρης Αλεξάνδρου ο αδικημένος από τη ζωή. Παντού στα δύσκολα, παντού σκληρότητα από δικούς και ξένους, μοναξιά και πόνος.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟύτε στο τέλος η μοίρα δεν του χαρίστηκε. Πέθανε, οδοκαθαριστής κι αυτός, την ημέρα που τυπώθηκαν ύμνοι στο Le Monde για το Κιβώτιο. Δεν τους είδε. Ούτε καν αυτό.
Ενώ πόσα του χρωστάμε εμείς που διαβάζουμε.