Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014

Δημήτρης Ψαθάς-Για το ψωμί

Ο Δημήτρης Ψαθάς,παρεξηγημένος αλλά αξιόλογος γραφιάς που αναλώθηκε στο βιοπορισμό.
Ένα από τα πλέον δυσεύρετα βιβλία του είναι το "Ο χειμώνας του '41".Εκδόθηκε το '45 και επανεκδόθηκε το 1973.
Κατά ειρωνεία ενώ σ' αυτές τις ιστορίες του βιβλίου χλευάζει τους ελεεινούς μαυραγορίτες,το βιβλίο 167 σελίδων βρίσκεται στα παλαιοβιβλιοπωλεία σε τιμή 30-50 ευρώ.Τελικά όπως λέει και ο ίδιος,οι δοσίλογοι και οι μαυραγορίτες ποτέ δε θα φύγουν από τούτο το τόπο.




ΓΙΑ ΤΟ ΨΩΜΙ

Εν αρχή ήν εξήντα δράμια.Ύστερα έγινε σαράντα.Ύστερα έγινε τριάντα.Για το ψωμί λέω.Στο μεταξύ άλλαξε χρώματα.Στους προπολεμικούς καιρούς ήτανε άσπρο. Ύστερα έγινε μαύρο. Ύστερα κιτρινόμαυρο.Ύστερα κίτρινο.Και τώρα τελευταία άλλαξε και η γεύση και το σχήμα του....
Ψωμί λέγεται. Αλλά ψωμί δεν είναι. Για ψωμί δίνεται. Τι είναι; Αίνιγμα δύσκολο....
..Κι επειδή πότε το δίνουν και πότε δε το δίνουν κάθε πρωί αγωνιάς:
-Θά'χει σήμερα ψωμί;
-Λένε ότι θα' χει.
Πηδάς και τρέχεις σα παλαβός στο φούρναρη. Βρίσκεις το κόσμο μαζεμένο να διαβάζει με τη χολή κομμένη τη μοιραία επιγραφή "ΤΑ ΑΛΕΥΡΑ ΔΕΝ ΗΛΘΑΝ".
 
Ένα πρωί βούιξε η γειτονιά:
-Ήρθαν τα άλευρα!!
-Μοιράζει ο φούρναρης!!
-Τρεχάτε να πάρετε!!
Τρέχαν όλοι προς το φούρνο και σχηματίστηκε ουρά από το πάγκο του φούρναρη έως έξω στο δρόμο και φύσαγε παγωμένος αέρας και να πέφτουν πάλι πυκνές οι νιφάδες του χιονιού
Εκεί έγινε η σκηνή.Καθένας που έπαιρνε τα τριάντα δράμια του, έβγαινε από το φούρνο.Και ήταν το ψωμί ένα είδος πίτας κίτρινης που το κρατούσαν όλοι από κάτω με λαιμαργία και κατάνυξη μη διαλυθεί.
.......................................
. Kι ήταν ή χαρά ζωγραφισμένη στα. μούτρα όλων. "Άλλοι φεύγαν βιαστικοί, άλλοι κοντοστέκονταν, άλλοι' τσιμπούσαν λίγο άπ'την άκρη — οι πιο  λαίμαργοι, πού δεν μπορούσαν να κάνουν λίγο κουράγιο υπομονής να φτάσουν  ως το σπίτι. Μπροστά στον φούρνο κι έξω απ'την oυρά ήταν, όπως πάντα, και μερικά παιδιά ξυπόλυτα:
—     Πεινάω, γιαγιά!
—"Ένα ψιχουλάκι  δώστε μου!
Για την ψυχή των πεθαμένων σας!
Τρεις μέρες έχω νηστικό, κυρία!
Βρισκόταν που και που καμιά γυναικούλα του λαού, που, επάνω στην χαρά του μεγάλου γεγονότος, έκοβε μία γωνίτσα και μοίραζε από κανένα ψίχουλο στα παιδάκια, όσα ακριβώς δίνει ή μάνα των σπουργιτιών στα πεινασμένα σπουργιτάκια. Ευλογημένη η χειρονομία της. Συμβολική, βέβαια, μονάχα, αλλά χρήσιμη, για να μας θυμίζει τουλάχιστο την κίνηση του χεριού που απλώνεται χριστιανικά στον πλαϊνό.
Κάτι άλλο:
'Ήταν εκεί — το πιο ενδιαφέρον πράμα απ' όλους και απ' όλα — Ένας σκύλος. Kι αυτόν δα είναι πού δεν πρόσεχε κανένας. Αλλά ένας σκύλος, φίλε μου, τραγικός — τι λέω; — ο τραγικότερος σκύλος πού υπήρξε ή θα υπάρξει επάνω στο φλοιό της γης. Μα ένα πράγμα απερίγραπτο. Για την ακρίβεια, δηλαδή, δεν ήταν σκύλος. Ήταν ένας σκελετός σκύλου, ολόρθος, όπου μπορούσες να μετρήσεις όλα του τα κόκαλα, γιατί ήταν ολόκληρος Ένα δραματικό άθροισμα κοκάλων. "Έβλεπες την σπονδυλική του στήλη, κι απ' αυτή να ξεκινούν μία μία οι καμπύλες των πλευρών, κι ένα κρανίο κολλημένο στην άκρη ενός λαιμού λιγνού. Το δέρμα του; Μα όχι, δεν μπορούσε να ήταν δέρμα εκείνο, μια ύλη τόσο τρανσπαράν — σαν κάλτσα κομψής κυρίας του παλιού καιρού — που σου επέτρεπε να βλέπεις και να παρακολουθείς όλη την συναρμογή της άθλιας εκείνης μηχανής. Εκ πρώτης όψεως, θα στοιχημάτιζες πώς είναι ένα μουσειακά δείγμα κάποιου τετράποδου πού έλειψε ή πήγαινε να λείψει.Κι όμως, άμα τον καλοκοίταζες, θ' ανακάλυπτες κατάπληκτος, από το μάτι του ότι αυτό το πράγμα αντιπροσώπευε ζωή. 'Ήταν ένα μάτι θλιβερό, υγρό, πού στα τρίσβαθά του αντιφέγγιζε ή αγωνία και ή διψά της ζωής.

Ήταν τόσο δυστυχής. Ήταν ο πιο δυστυχισμένος, ο πιο άθλιος κι ο πιο αξιοθρήνητος σκύλος του κόσμου. Αν έβλεπες με τι τρόπο κοιτούσε το ψωμί στα χέρια των ανθρώπων, αν έβλεπες πώς μισόκλεινε ο φουκαράς το ένα μάτι, αν έβλεπες πόση προσπάθεια κατέβαλλε για κουνήσει την ουρά του, θα ραγιζόταν ή ψυχή σου. Κι όμως κανείς δεν τον πρόσεχε, κι αυτό ήταν το πιο φοβερό. Μια ικεσία βουβή έβγαινε από τα βάθη της ψυχής του κι έλεγες πώς δάκρυζε το μάτι του. Νόμιζες πώς μιλούσε. Πώς παρακαλούσε. Kι ήταν ολόκληρος ικεσία, Καλοσύνη, υποταγή στην μοίρα του και αγωνία, Πρόθυμος ήταν να γλείψει τα πόδια όλων, άλλα δεν τον έφταναν για τόσο μεγάλη διαδικασία οι δυνάμεις του. Στην αρχή, Έκαμε μερικά βήματα Παρακολουθώντας τους ανθρώπους, και κουνιόταν ολόκληρος ο σκελετός του κι μπορούσες να δεις τον μηχανισμό πού κινούσε και το τελευταίο «κοκαλάκι του. "Έλπιζε Ίσως πώς θα βρισκότανε κανένας χριστιανός να τον προσέξει και να του ρίξει λίγη ψίχα. Ύστερα είδε κι απόειδε κι έμεινε καρφωμένος εκεί, με το μάτι να δακρύζει — από το κρύο ή απ' τη θλίψη — και κουνούσε λίγο την ουρά του με τραγική απογοήτευση. "Ήθελε να ζήσει, ο φουκαράς, να ζήσει Και δεν έβρισκε έλεος κι ελπίδα πουθενά.
Κι έπειτα...
Έπειτα έγινε κάτι πού το θυμάμαι ακόμα κι απορώ: Αυτός ο φουκαράς, ό πεινασμένος, ο αξιοδάκρυτος, αυτός ο εξουθενωμένος σκύλος πού λίγο δυνατότερα να φύσαγε ô αέρας θα τον έπαιρνε, βλέποντας πώς άλλη ελπίδα δεν υπήρχε να βρει την σωτηρία της ζωής του απ'άλλού, την ζήτησε μέσα στον ίδιο τον Εαυτό του! Και σε μια στιγμή έξαλλης αγωνίας, συγκέντρωσε όλα τα ράκη των δυνάμεών του, έδωσε ένα σάλτο ύστατης απόγνωσης, ρίχτηκε σαν φριχτή  σαΐτα, με τα μάτια φλογισμένα και το στόμα ορθάνοιχτο, στα χέρια ενός ανθρώπου κι άρπαξε το ψωμί,
Τρόμος. Φωνές:
Βοήθεια!
Λύσσαξε το παλιόσκυλο!
Θεέ μου!  Παναγία μου!
Tοv δάγκωσε! Tοv δάγκωσε!
Σαν αστραπή γινήκαν όλα. Σαν τρελός έπεσε επάνω στο φάντασμα του σκύλου ο άνθρωπος να σώσει το ψωμί του. Αλλά ο σκύλος, με το κλείσιμο της μασέλας του, κατάπιε το μισό. Το άλλο μισό ψιχουλιάστηκε και σκόρπισε στον δρόμο. Μια φοβερή κλωτσιά έδωσε ο άνθρωπος μες στα πλευρά του σκύλου. Κρακ έκαμαν τα κόκαλά του και σωριάστηκε, ένα κουρέλι, με το στόμα του μισάνοιχτο και το -μάτι του σβησμένο — γεμάτο με παράπονο. Πτώμα.Κι από πάνω του πιο πτώμα ο άνθρωπος.
 Είπαν οι άλλοι:
—      Βρε τον καημένο!
Για τον άνθρωπο. Κι άλλοι:
 —"Α, το φουκαρά!
Για τον σκύλο. Κι άλλοι:
—      Πάει το ψωμί του!
Για τον άνθρωπο. Κι άλλοι:
—      Το πλήρωσε ακριβά.
Για τον σκύλο. 

Και δεν ήξερες, αλήθεια, ποιόν απ' τούς δυο  να κλάψεις: τον σκύλο ή τον άνθρωπο...

4 σχόλια:

  1. Συνειρμός:

    «Το ψωμί»

    Ένα τεράστιο καρβέλι, μια πελώρια φραντζόλα ζεστό
    ψωμί είχε πέσει στο δρόμο από τον ουρανό
    ένα παιδί με πράσινο κοντό βρακάκι και με μαχαίρι
    έκοβε και μοίραζε στον κόσμο γύρω
    όμως και μια μικρή, ένας μικρός άσπρος άγγελος κι αυτή
    μ' ένα μαχαίρι έκοβε και μοίραζε κομμάτια γνήσιο ο υ ρ α ν ό
    κι όλοι τώρα τρέχαν σ' αυτή, λίγοι πηγαίναν στο ψωμί,
    όλοι τρέχανε στον μικρόν άγγελο που μοίραζε ο υ ρ α ν ό
    Ας μη το κρύβουμε διψάμε για ουρανό!

    [πηγή: Μίλτος Σαχτούρης, Ποιήματα (1945-1971), Κέδρος, Αθήνα 1996 (8η έκδ.), σ. 144]

    Καλό μήνα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Nαι....διψάμε για ουρανό!
    Ευχαριστούμε πολύ για τον ποιητικό συνειρμό Rosa

    ΑπάντησηΔιαγραφή