Του Νίκου Μπελογιάννη
Δεν ήταν καθόλου λίγοι οι αριστεροί στην Ελλάδα που είχαν απορρίψει το σταλινικό μοντέλο, είτε από το 1968, με την κατάπνιξη της Άνοιξης της Πράγας από τα σοβιετικά τανκς, είτε στην Μεταπολίτευση, με τον επαναπατρισμό των πολιτικών προσφύγων από τις χώρες του Υπαρκτού. Η αντιπρόταση σ’ αυτό το είδος ‘σοσιαλισμού’ (και ακόμη χειρότερα, στις ασιατικές παραλλαγές του, Κίνα ή Καμπότζη) ήταν ο σοσιαλισμός με δημοκρατία και ελευθερία. Απ’ όταν λοιπόν το 1972 άρχισαν οι φοιτητές να διαβάζουν ό,τι προσπαθούσε να απαγορεύσει η χούντα, οι ιδέες του Αντόνιο Γκράμσι φάνηκαν πραγματικά ελκυστικές.
Δεν ήταν καθόλου λίγοι οι αριστεροί στην Ελλάδα που είχαν απορρίψει το σταλινικό μοντέλο, είτε από το 1968, με την κατάπνιξη της Άνοιξης της Πράγας από τα σοβιετικά τανκς, είτε στην Μεταπολίτευση, με τον επαναπατρισμό των πολιτικών προσφύγων από τις χώρες του Υπαρκτού. Η αντιπρόταση σ’ αυτό το είδος ‘σοσιαλισμού’ (και ακόμη χειρότερα, στις ασιατικές παραλλαγές του, Κίνα ή Καμπότζη) ήταν ο σοσιαλισμός με δημοκρατία και ελευθερία. Απ’ όταν λοιπόν το 1972 άρχισαν οι φοιτητές να διαβάζουν ό,τι προσπαθούσε να απαγορεύσει η χούντα, οι ιδέες του Αντόνιο Γκράμσι φάνηκαν πραγματικά ελκυστικές.
Θα ήταν βέβαια αδύνατον να βγάλει κανείς πέρα έστω ένα μικρό μέρος από το αχανές έργο του Γκράμσι. Θα ‘πρεπε να είχαμε παρατήσει τη σχολή κι αργότερα τη δουλειά μας και να διαβάζουμε Γκράμσι νυχθημερόν. Ευτυχώς όμως υπήρχε η δυνατότητα να παρακολουθούμε την εφαρμογή στην πολιτική και την καθημερινή ζωή από το Ιταλικό ΚΚ, κυρίως στις περιφέρειες ή τους δήμους όπου είχε την πλειοψηφία. Για παράδειγμα, οι αναπλάσεις των ιστορικών κέντρων στην Μπολόνια και άλλες πόλεις τις έκαναν πολύ πιο ανθρώπινες, διασώζοντας ταυτόχρονα ολόκληρα μνημειακά συγκροτήματα, που έτσι εντάχθηκαν στην σύγχρονη ζωή της πόλης χωρίς τσιμεντάρισμα και άλλους ελληνικού τύπου ‘εκσυγχρονισμούς’.
Στη δεκαετία 1974-84 (και πιο πριν, αν μπορούσε κανείς να βρεθεί εκτός Ελλάδος) ήταν απολαυστική η συνύπαρξη και οι συζητήσεις με τους “πιτσίνους” (εκ του πι-τσι-ί, PCI). Ακόμη και το ΚΚΕεσωτερικού, που για τα ελληνικά μέτρα ήταν πολύ ριζοσπαστικό και εικονοκλαστικό, φαινόταν σαν εντελώς αρτηριοσκληρωτικό. Ας δοκίμαζε κανείς π.χ. σε γραφεία του ΚΚΕεσ., όπως γινόταν συνήθως στο ΙΚΚ, όταν το πόδι ενός τραπεζιού ήταν πιο κοντό, να το στερεώσει με έναν τόμο από τα άπαντα του Τσαουσέσκου!
Η προσαρμογή του προτύπου του Γκράμσι στην εκάστοτε πραγματικότητα ήταν η βασική πολιτική επιτυχία του Ενρίκο Μπερλίνγκουερ, που από το 1972 είχε διαδεχθεί τον αρκούντως σταλινικό Παλμίρο Τολιάτι και τον ‘άχρωμο’ Λουίτζι Λόνγκο. Το Ιταλικό ΚΚ είχε απ’ όλη την Ευρώπη την μόνη αξιόπιστη αριστερή πρόταση εξουσίας, μακρυά από κάθε είδους αυταρχισμό.
Το μεγάλο κατόρθωμα του Μπερλίνγκουερ ήταν ότι κατόρθωσε να πλοηγήσει το κόμμα μέσα από τις συμπληγάδες, αφ’ ενός των αμερικάνικων μυστικών υπηρεσιών, που κάπου μετά το 1970 επιφύλασσαν για την Ιταλία την ίδια τύχη με την Ελλάδα, αφ’ ετέρου της σοβιετικής απολίθωσης επί Μπρέζνιεφ. Στο απίθανο εκείνο Πολιτικό Γραφείο, το Πολιτμπιρό του σοβιετικού ΚΚ, υπήρχαν μεταξύ των άλλων δυο δεινόσαυροι, ο Μιχαήλ Σουσλόφ και ο Μπόρις Πονομαριόφ, που η δουλειά τους ήταν με ένα υποδεκάμετρο στο χέρι να μετρούν παρεκκλίσεις των ‘αδελφών’ κομμουνιστικών κομμάτων, Ανατολής τε και Δύσης. Το Ιταλικό ΚΚ απαιτούσε ισοτιμία διεθνώς, αρνιόταν να καταδικάσει τους ‘αιρετικούς’ της Κίνας, αντίθετα είχε το 1968 (ο Μπερλινγκουέρ ανέλαβε το 1972) καταδικάσει την σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία και φυσικά το 1981 καταδίκασε την αντίστοιχη στην Πολωνία. Τα ποσοστά του Ιταλικού ΚΚ, σταθερά πάνω από 30%, καθώς και το φωτισμένο πνεύμα που διέκρινε λόγους και έργα, το έκαναν ιδιαίτερα ελκυστικό ανά τη Ευρώπη. Έτσι κάποια στιγμή το 1977 θα συνέκλινε ο δρόμος του με το αντίστοιχο ισπανικό, με γραμματέα τον Σαντιάγο Καρίγιο, στη χώρα που προσπαθούσε να αποτινάξει τον φρανκισμό. Η έκπληξη ήταν ότι στο ρεύμα αυτό, που ονομάστηκε από τον Τύπο ‘ευρωκομμουνισμός’ προστέθηκε, για καθαρά καιροσκοπικούς λόγους, και το Γαλλικό ΚΚ, που όλοι το ήξεραν ως απόλυτα αρτηριοσκληρωτικό. Με γραμματέα το Ζορζ Μαρσέ βρισκόταν πριν από κάθε εκλογές υπόλογο, γιατί ο τελευταίος είχε στην δεκαετία του 30 πάει ως εθελοντής εργάτης στην χιτλερική Γερμανία. Σε μια κοινωνία αντικομμουνιστική σαν την γαλλική, αυτό είχε πάντα μεγάλο αντίκτυπο και έφερνε σε δεινή θέση το Γαλλικό ΚΚ, επειδή η δικαιολογία ήταν ακόμη χειρότερη: Απαντούσαν ότι είχε πάει ως απεσταλμένος της Γ’ Διεθνούς, που σήμαινε ως άνθρωπος των σοβιετικών μυστικών υπηρεσιών. Οσο για τον συμπαθέστατο Καρίγιο, ήταν εκ των πραγμάτων αδύνατον να κάνει την υπέρβαση και να ανταποκριθεί στον ρόλο του ευρωκομμουνιστή, αφού όλη η γενιά του ήταν κολλημένη στον ισπανικό εμφύλιο. Πιο πολύ θύμιζε διάφορους παππούδες στο ΚΚΕεσωτερικού, οι οποίοι στην καλύτερη περίπτωση ήταν κολλημένοι στο ΕΑΜ, στην χειρότερη στην Τασκένδη.
Ο ξαφνικός θάνατος του Μπερλινγκουέρ το 1984 αποτέλεσε σοκ, όχι μόνο ως προς την ίδια την απώλεια του ανθρώπου, αλλά και ως προς την απώλεια της συνέχειας, την ανυπαρξία διάδοχης κατάστασης. Το ΚΚ άρχισε να πελαγοδρομεί , να ξεμένει από στρατηγική και, προκειμένου να μαζικοποιηθεί, άρχισε τις στροφές προς το κέντρο. Η μετατροπή σε ‘Δημοκρατικό Κόμμα της Αριστεράς’ σχεδόν συνέπεσε με τη λαίλαπα της ‘Επιχείρησης Καθαρά Χέρια’, που το 1992 σάρωσε όλο το δεξιό και κεντρώο κατεστημένο της Ιταλίας. Ενώ τότε θεωρητικά η αριστερά θα μπορούσε να κυριαρχήσει στο πολιτικό παιχνίδι, αντίθετα στο κενό εξουσίας αφέθηκε να εισβάλει ο Μπερλουσκόνι. Η πρόσκαιρη πρωθυπουργοποίηση του Μάσιμο ντ’ Αλέμα και η περαιτέρω στροφή προς το κέντρο συνέβαλαν σε μεγαλύτερη φθορά και τελικά στην επί ενδεκαετία πλήρη κυριαρχία του Σίλβιο.
Ο μεγαλύτερος άθλος του Μπερλουσκόνι ήταν η λοβοτόμηση 60 εκατομμυρίων Ιταλών, που μετατοπίστηκαν όχι μόνο ιδεολογικοπολιτικά προς τα δεξιά, αλλά και ως συνολική νοοτροπία. Η αριστερά δεν βρήκε καλύτερο τρόπο να αντιδράσει από τις συνεχείς της μετατοπίσεις προς το κέντρο, που φυσικά συνέπιπτε με την κατάργηση των πολιτικών συνόρων που είχε πανευρωπαϊκά επιβάλει ο ραγδαία ανερχόμενος νεοφιλελευθερισμός. Όταν βαφτίστηκε κεντροαριστερός ο δεξιότερος της Θάτσερ, Τόνυ Μπλαιρ και κεντροδεξιός ο γραμματέας της φρανκικής νεολαίας Αθνάρ και όλοι μαζί με τον Μπους κήρυξαν τη σταυροφορία στο Ιράκ, πώς περίμενε κανείς από ασήμαντα άτομα σαν τον Ντ’ Αλέμα να ξεκαθαρίσουν και να περισώσουν τις αριστερές ιδέες και την πολιτική; Πολύ χαρακτηριστική είναι η κραυγή του Νάνι Μορέτι, στην ταινία “Απρίλης” που σκηνοθέτησε ο ίδιος την περίοδο πρωθυπουργίας του Ντ’ Αλέμα: “Ντ’ Αλέμα, επιτέλους πες κάτι αριστερό!”
Είναι αυτονόητο ότι, όταν είχε να κάνει με την επέλαση των μπερλουσκονικών σκουπιδιών στην ενημέρωση, η “Ουνιτά” (=Ενότητα), η ιστορική εφημερίδα που ίδρυσε το 1924 ο Γκράμσι και κυριάρχησε επί δεκαετίες στην πολιτική και, κυρίως, πολιτιστική σκηνή της χώρας, ήταν αδύνατον να αντέξει. Αν συνυπολογίσουμε απ’ τη μια το Ιντερνετ, που έχει σχεδόν αχρηστέψει την έντυπη εφημερίδα, απ’ την άλλη τις κυκλοφοριακές απώλειες εξαιτίας των επί χρόνια συνεχών μετατοπίσεων προς τα δεξιά, καθώς παρακολουθούσε την αντίστοιχη μετεξέλιξη του πάλαι ποτέ κραταιού PCI, δεν είναι να απορούμε καθόλου που τον τελευταίο καιρό η “Ουνιτά” είχε μείνει με δέκα χιλιάδες αναγνώστες στα εξηνταδύο εκατομμύρια!
Μετά λοιπόν την πολιτική χρεωκοπία, η οικονομική ήταν θέμα χρόνου. Ο μόνος που πανηγύρισε δημόσια για τη χρεωκοπία της “Ουνιτά” ήταν ο Μπέπε Γκρίλο. Για μερικές βδομάδες δεν είχε ξεκαθαρίσει το τοπίο, αν η εφημερίδα θα έκλεινε οριστικά ή θα πουλιόταν. Και ξαφνικά από το πουθενά, ως “σωτήρες” της εφημερίδας, εμφανίστηκαν στα μέσα Ιουνίου δυο κυρίες, που τα ονόματά τους μόνο προκαλούν ρίγη: Ντανιέλα Σαντανκέ και Πάολα Φεράρι. Η Ντανιέλα, πρωτοπαλλίκαρο του Σίλβιο και ενδο- και εξω-κομματική υποστηρίκτρια του σε εντελώς ποδοσφαιρικοχουλιγκάνικο στυλ, έχει ανακατευτεί σε κάθε πολιτική και δικαστική του περιπέτεια και έχει σε πανιταλική βάση το παρατσούκλι pitonessa, θηλυκό του pitone= πύθωνας, προφανώς από τον τρόπο αντιμετώπισης κάθε αντιπάλου. Πιθανόν να σκέφτεται κάθε φορά ότι πώς αλλιώς θα έβρισκε μια Ντανιέλα την ευκαιρία να διοριστεί υφυπουργός ισότητας των φύλων; Η Πάολα πάλι, είναι σπορτσκάστερ και δερβέναγας γενικώς στο μιλανέζικο δίκτυο Telenova, ελεγχόμενο από την Εκκλησία.
Οι δυο σινιόρες τις προάλλες εμφανίστηκαν στην εκπομπή La Zanzara (“Το Κουνούπι”), όπου μέχρι που τραγούδησαν το “Μπελλα Τσάο”! Ατυχής σύμπτωση που την ίδια μέρα το ίδιο ακριβώς τραγούδησε σε συγκέντρωση της “Αλλης Ευρώπης” στην Μπολόνια ο Αλέξης Τσίπρας…
Ίσως καλύτερα λοιπόν που έκλεισε οριστικά η “Ουνιτά”. Και μόνο να σκεφτόταν κανείς την Ντανιέλα Σαντανκέ διευθύντριά της, είναι απόλυτα ενδεικτικό της γενικής παρακμής της χώρας, των αξιών που ίσως κάποτε υπήρχαν, της αριστεράς με σημερινό εκφραστή τον υπέρτατο καιροσκόπο Ρέντσι, κάθε άλλο παρά αριστερό… Όταν δούμε και τον Σίλβιο να επανέρχεται επίσημα στην ενεργό πολιτική δράση, τότε πια οι Ιταλοί θα είναι άξιοι της τύχης τους και άξιοι της λοβοτομής που άφησαν να τους κάνει επί είκοσι και παραπάνω χρόνια ο Καβαλιέρε – και που μάλλον θέλουν να συνεχιστεί!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου