Δευτέρα 12 Μαΐου 2014

Ο Ιππότης και ο θάνατος

Ο Νίκος Γκάτσος  έφυγε 12 Μαΐου 1992.
Μέσα στη κατοχή έγραψε το ποίημα "Ο Ιππότης και ο θάνατος"  από το ομώνυμο χαρακτικό του Ντίρερ,που ενσωματώθηκε στη συλλογή "Αμοργός'.

Άλμπρεχτ Ντίρερ, 1513-Ο Ιππότης, Θάνατος και Διάβολος

 Πιστός συνοδός του ιππότη είναι ένας σκύλος, όπως συνηθίζεται στα έργα του Ντίρερ, ενώ στο κάτω δεξιό άρθρο του πίνακα μια σαύρα τρέπεται σε φυγή. Ο Θάνατος εικονίζεται γενειοφόρος, λιπόσαρκος αναβάτης ενός γέρικου αλόγου. Κρατάει στο χέρι μια κλεψύδρα. Ο τερατόμορφος Διάβολος έχει χαρακτηριστικά γνωρίσματα διαφόρων ζώων.
Κάποιοι λένε ότι υπάρχει μια "υπόγεια σύνδεση" με το χαροπάλεμα του Διγενή.

Ὁ ἱππότης καὶ ὁ θάνατος (Νίκος Γκάτσος "Αμοργός" 1943)

Καθὼς σὲ βλέπω ἀκίνητο
Μὲ τοῦ Ἀκρίτα τ᾿ ἄλογο καὶ τὸ κοντάρι τοῦ Ἅη-Γιωργιοῦ νὰ ταξιδεύεις στὰ χρόνια
Μπορῶ νὰ βάλω κοντά σου
Σ᾿ αὐτὲς τiς σκοτεινὲς μορφὲς ποὺ θὰ σὲ παραστέκουν αἰώνια
Ὥσπου μιά μέρα νὰ σβηστεῖς κι ἐσὺ παντοτινὰ μαζί τους
Ὥσπου νὰ γίνεις πάλι μιά φωτιὰ μὲς στὴ μεγάλη Τύχη ποὺ σὲ γέννησε
Μπορῶ νὰ βάλω κοντά σου
Μιὰ νεραντζιὰ στοῦ φεγγαριοῦ τοὺς χιονισμένους κάμπους
Καὶ τὸ μαγνάδι μιᾶς βραδιᾶς νὰ ξεδιπλώσω μπροστά σου
Μὲ τὸν Ἀντάρη κόκκινο νὰ τραγουδάει τὰ νιάτα
Μὲ τὸ Ποτάμι τ᾿ Οὐρανοῦ νὰ χύνεται στὸν Αὔγουστο
Καὶ μὲ τ᾿ Ἀστέρι τοῦ Βοριᾶ νὰ κλαίει καὶ νὰ παγώνει—
Μπορῶ νὰ βάλω λιβάδια
Νερὰ ποὺ κάποτε πότισαν τὰ κρῖνα τῆς Γερμανίας
Κι αὐτὰ τὰ σίδερα ποὺ φορεῖς μπορῶ νὰ σοῦ τὰ στολίσω
Μ᾿ ἕνα κλωνὶ βασιλικὸ κι ἕνα ματσάκι δυόσμο
Μὲ τοῦ Πλαπούτα τ᾿ ἄρματα καὶ τοῦ Νικηταρᾶ τὶς πάλλες.
Μὰ ἐγὼ ποὺ εἶδα τοὺς ἀπογόνους σου σὰν πουλιὰ
Νὰ σκίζουν μιάν ἀνοιξιάτικη αὐγὴ τὸν οὐρανὸ τῆς πατρίδας μου
Κι εἶδα τὰ κυπαρίσσια τοῦ Μοριᾶ νὰ σωπαίνουν
Ἐκεῖ στὸν κάμπο τοῦ Ἀναπλιοῦ
Μπροστὰ στὴν πρόθυμη ἀγκαλιὰ τοῦ πληγωμένου πελάγου
Ὅπου οἱ αἰῶνες πάλευαν μὲ τοὺς σταυροὺς τῆς παλληκαριᾶς
Θὰ βάλω τώρα κοντά σου
Τὰ πικραμένα μάτια ἑνὸς παιδιοῦ
Καὶ τὰ κλεισμένα βλέφαρα
Μέσα στὴ λάσπη καὶ τὸ αἷμα τῆς Ὀλλανδίας.
Αὐτὸς ὁ μαῦρος τόπος
Θὰ πρασινίσει κάποτε.
Τὸ σιδερένιο χέρι τοῦ Γκὲτς θ᾿ ἀναποδογυρίσει τ᾿ ἁμάξια
Θὰ τὰ φορτώσει θημωνιὲς ἀπὸ κριθάρι καὶ σίκαλη
Καὶ μὲς στοὺς σκοτεινοὺς δρυμοὺς μὲ τὶς νεκρὲς ἀγάπες
Ἐκεῖ ποὺ πέτρωσε ὁ καιρὸς ἕνα παρθένο φύλλο
Στὰ στήθια ποὺ σιγότρεμε μιά δακρυσμένη τριανταφυλλιὰ
Θὰ λάμπει ἕνα ἄστρο σιωπηλὸ σὰν ἀνοιξιάτικη μαργαρίτα.

Μὰ σὺ θὰ μένεις ἀκίνητος
Μὲ τοῦ Ἀκρίτα τ᾿ ἄλογο καὶ τὸ κοντάρι τ᾿ Ἅη-Γιωργιοῦ θὰ ταξιδεύεις στὰ χρόνια
Ἕνας ἀνήσυχος κυνηγὸς ἀπ᾿ τὴ γενιὰ τῶν ἡρῴων
Μ᾿ αὐτὲς τὶς σκοτεινὲς μορφὲς ποὺ θὰ σὲ παραστέκουν αἰώνια
Ὥσπου μιὰ μέρα νὰ σβηστεῖς καὶ σὺ παντοτεινὰ μαζί τους
Ὥσπου νὰ γίνεις πάλι μιὰ φωτιὰ μὲς στὴ μεγάλη Τύχη ποὺ σὲ γέννησε
Ὥσπου καὶ πάλι στὶς σπηλιὲς τῶν ποταμιῶν ν᾿ ἀντηχήσουν
Βαριὰ σφυριὰ τῆς ὑπομονῆς
Ὄχι γιὰ δαχτυλίδια καὶ σπαθιὰ
Ἀλλὰ γιὰ κλαδευτήρια κι ἀλέτρια.


από τα παράλογα του Χατζιδάκι

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου