Τετάρτη 18 Μαρτίου 2020

Ανταπόκριση από το 1928


Ένα χρονογράφημα, μια απ' τις φημισμένες «'Αθηναϊκές Επιστολές» του Γρηγόρη Ξενόπουλου, του Φαίδωνα της «Διαπλάσεως των Παίδων», όπου περιγράφει  την φοβερή και θανατηφόρα επιδημία του Δάγκειου πυρετού.


 Προσπαθήσαμε να κρατήσουμε την ορθογραφία αλλά σε μονοτονικό...
Δημο­σιεύτηκε στο φύλλο της «Διάπλασηςς» της 29/9/1928 με τον τίτλο «Ή Ε­πιδημία»:



"Κάμποσο καιρό έχω να σας γράψω. Κι αιτία - το ξέρετε - ή επιδημία αυτή του δάγκειου, ή μεγάλη και φοβερή επιδημία, πού δεν άφησε στην Αθήνα σπίτι, δεν ά­φησε σχεδόν άνθρωπο απρόσβλητο. Τέτοιο κακό. Ή γρίππη εκείνο τον καιρό ήταν βέβαια πιο επικίνδυνη, μα δεν κρεβάτωσε ποτέ τόσον κόσμο μαζί. Ό δάγκειος έ­καμε την πρωτεύουσα εν ' απέραντο νοσοκομείο. Σε κάθε σπίτι είχαν από τρεις, από πέντε, από έξη αρρώστους. Σηκώνονταν αυτοί κι έπεφταν οι επίλοιποι. 'Ερη­μιά παντού και νέκρωση. Τα θέατρα και τ'άλλα διασκεδαστικά κέντρα έκλεισαν. "Όλες οι υπηρεσίες, δημόσιες κι ιδιωτικές, παρέλυσαν. Φτάνει να σας πω πώς σ' ένα τυπογραφείο, μια μέρα μονομιάς, έπεσαν είκοσι εργάτες. Φυσικά το τυπογρα­φείο έκλεισε. Σ' εν ' αστυνομικό τμήμα από 75χωροφύλακες, δύο μόνον ήταν ορθοί. Φαντασθείτε... ασφάλεια! Και στο γραφείο της Διαπλάσεως ' ήρθε μέρα, παι­διά μου, πού δεν υπήρχε ένας άνθρωπος να δώσει ένα φυλλάδιο σ ' ένα παιδί…..

Τί θλιβερό θέαμα όμως πού παρουσίαζε ή πόλη τις ημέρες πού ή επιδημία βρι­σκόταν στη μεγάλη της ένταση. Στους δρόμους οι διαβάτες ήταν σαν τις άσπρες μύγες. Κι όλοι βιαστικοί, αλαλιασμένοι, φοβισμένοι, να τρέχουν για γιατρό, για φάρμακα, για λεμόνια, για πάγο. Τη νύχτα από νωρίς, δεν έβλεπες ψυχή. Μα­ζεύονταν όλοι. Τα παράθυρα όμως έλαμπαν φωτισμένα ως το πρωί.Ήταν από τις κάμαρες των αμέτρητων αρρώστων όπου αγρυπνούσαν, κι αυτοί oι κακόμοι­ροι πού ψήνονταν από τον πυρετό κι οι δικοί τους πού τούς περιποιόνταν.Από τα παράθυρα πάλι των ισογείων, ανοιχτά για τη ζέστη, περνώντας νύχτα ή μέρα, δεν έβλεπες παρά κρεβατωμένους και νοσοκόμους. Στα μαγαζιά, όσα δεν ήταν κλειστά από έλλειψη υπαλλήλων, δεν εζύγωνε σχεδόν πελάτης…..
 
Λένε πώς ό δάγκειος στην πιο μεγάλη τον ξάπλωση προσβάλλει τα 75 εκατοστά τον πληθυσμό. Στην 'Αθήνα έφθασε τα 85. Δηλαδή από κάθε εκατό άτομα τα 85 δαγκώθηκαν και μόνο τα 15 τη γλύτωσαν. Έτσι και στο σπίτι μας. Είμαστε δέκα άτομα. Δύο μόνο δεν έπαθαν δάγκειο ή τον πέρασαν στο πόδι χωρίς να τον καταλάβουν. Γιατί συμβαίνει κι αυτό: Μερικούς τούς προσβάλλει με τέτοια ορμή, πού τούς συνεπαίρνει (3 στους χίλιους είναι πάλι ή αναλογία των θανάτων). Κι άλλους τόσο ελαφρά, πού δεν έχουν ούτε πυρετό. Μερικά δέκατα μόνο, ανεπαίσθητα. Αισθάνονται όλα τ'άλλα συμπτώματα, πόνους στο σώμα, κομάρα, αδυναμία, εξάντληση. Νομίζουν πώς θα πέσουν βαριά, άλλ ' αυτό είναι όλο, σε δύο τρεις μέ­ρες είναι πάλι καλά. Κι εγώ τον είχα ελαφρά το δάγκειο, ελαφρότερα απ ' όλους στο σπίτι μας. ' Ο πυρετός δεν ξεπέρασε τούς 38ο καί σε τρεις ημέρες μου έπεσε ολωσ­διόλου. 'Αλλά τί τα θέλετε! Δύο εβδομάδες πέρασαν για να συνέλθω, να μπορώ να τρώγω και να εργάζομαι σαν άνθρωπος. Τώρα, δόξα σοι ό θεός, είμ'εντελώς καλά.

'Αλήθεια πόσοι πέθαναν! Και του καϊμένου μας του Κουρτίδη ό θάνατος συνέ­πεια του δάγκειου ήταν: Δεν έφυλάχθηκε, βγήκε έξω νωρίς, άρχισε να εργάζεται όπως σαν ήταν καλά και, το βράδυ εκείνο, καθώς γύριζε σπίτι του, του ήρθε μιαζάλη. Κι έπεσε.  Όσοι έβλεπαν τόσα νεκρώσιμα κάθε μέρα στους τοίχους και στις εφημερίδες, δεν ήθελαν να πιστέψουν πώς ή αναλογία των θανάτων είναι μόνο τρεις στους χίλιους και θεωρούσαν το δάγκειο θανατηφόρα επιδημία σαν τις άλ­λες.

 'Αλλά όχι. Για να συμπεράνει κανείς σωστά, πρέπει να συλλογισθεί πώς σε τρεις μήνες μέσα είχαμε 800.000 κρούσματα. Γι' αυτό μόνο οι θάνατοι φαίνονταν πολλοί. Πέθαναν, βλέπετε, με την αναλογία πού είπαμε, 2.400. Πού σε τρεις μήνες μας κάνουν 800 το μήνα ή 26-27 την ημέρα. Πάντα πολλοί. 'Αλλά σχετικά με το πλήθος των κρουσμάτων, λίγοι, ελάχιστοι.

Σας ασπάζομαι: ΦΑΙΔΩΝ."


Και ο Κωστής Παλαμάς γράφει για τη φοβερή αυτή επιδημία του δάγκει­ου στη Ραχήλ, με ημερομηνία 18/12/28 (Κ. Παλαμά: Γράμματα στη Ραχήλ)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου