Με μοναδικά σχέδια και χαρακτικά από τη ζωή στις Γυναικείες Φυλακές Αβέρωφ στις αρχές της δεκαετίας του 1960, εγκαινιάζεται η έκθεση της Ζιζής Μακρή στις 14 Μαϊου, στην γκαλερί Άστρα.(Καρυάτιδων 8 Ακρόπολη κάθετη Διον.Αρεοπαγίτου τηλ.210 9220236 )
Την Τρίτη 14 Μαΐου εγκαινιάζεται μια έκθεση, που γίνεται με την υποστήριξη των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας και της Astra Gallery,(Καρυάτιδων 8 Ακρόπολη κάθετη Διον.Αρεοπαγίτου τηλ.210 9220236 ) όπου θα παρουσιαστούν χαρακτικά έργα της κας Μακρή από την περίοδο της κράτησής της.
Η αναδρομική αυτή έκθεση αποτελεί φόρο τιμής στη χαράκτρια Ζιζή Μακρή και στο έργο της. Καρπός της παραμονής της στις Φυλακές Αβέρωφ (1960-1961), για τη συμμετοχή της στην απόπειρα φυγάδευσης κομματικού στελέχους του ΚΚΕ , τα έργα της απεικονίζουν κατά κύριο λόγο τη ζωή των ποινικών κρατουμένων στις αρχές της δεκαετίας του 1960.
Συγκροτούν για πρώτη φορά, μια μοναδική πινακοθήκη της άλλης πλευράς του φεγγαριού, των γυναικών εκείνων που βίωσαν τον εγκλεισμό παράλληλα με τις πολιτικές κρατούμενες. Τα έργα της Μακρή, πλαισιώνονται από σπάνια αρχειακά τεκμήρια των γυναικών πολιτικών κρατουμένων στις φυλακές -επιστολικά δελτάρια, χειροτεχνήματα, κάρτες- από τις συλλογές των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ).
Με αφετηρία την έκθεση, τα ΑΣΚΙ και οι εκδόσεις Θεμέλιο, εξέδωσαν το βιβλίο «Μια Μάντρα, ένα δέντρο, λίγος ήλιος».
Στην έκδοση, η οποία εικονογραφείται με τα χαρακτικά της έκθεσης περιλαμβάνεται το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου «Το δέντρο της φυλακής και οι γυναίκες» και κείμενα των Ζιζής Μακρή, Φώφης Λαζάρου, Αμαλίας Ατσαλάκη και Βαγγέλη Καραμανωλάκη.
Η Ζιζή Μακρή, το γένος Sirnč, γεννήθηκε το 1924 στο Βελιγράδι. Την περίοδο 1946- 1950 σπούδασε χαρακτική στην École des Beaux-Arts, στο Παρίσι, με δάσκαλο τον μεγάλο χαράκτη Δημήτρη Γαλάνη. Στο Παρίσι γνώρισε τον μετέπειτα σύζυγό της, τον γλύπτη Μέμο Μακρή, που είχε φθάσει στην γαλλική πρωτεύουσα μαζί με τους άλλους υποτρόφους της γαλλικής κυβέρνησης που ταξίδεψαν με το θρυλικό «Ματαρόα». Το 1951, ο Μέμος και η Ζιζή Μακρή απελάθηκαν από τη Γαλλία λόγω των πολιτικών πεποιθήσεων τους. Εγκαταστάθηκαν στη Βουδαπέστη, όπου οργάνωσαν την καλλιτεχνική και κοινωνική τους δράση μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970.
Η Ζιζή Μακρή, συμμετείχε συστηματικά σε εκθέσεις στην Ουγγαρία και εικονογράφησε έργα ουγγρικών εκδοτικών οίκων. Με βάση τη Βουδαπέστη πραγματοποίησε πολλά ταξίδια που τροφοδότησαν πλούσια το εικαστικό της σύμπαν· Κίνα (1956), Ρωσσία (1962), Κούβα (1963), Αζερμπαϊτζάν-Γεωργία-Αρμενία (1964-1966).
'Εχει διακριθεί στη χαρακτική, το ψηφιδωτό, την ταπισερί, με πολλές ομαδικές εκθέσεις σε πολλές χώρες του κόσμου. Στην Αθήνα, παρουσίασε το έργο της, για πρώτη φορά, στο Ζυγό, το 1963.
Η έκθεση της με τα χαρακτικά και σχέδια από τις γυναικείες φυλακές Αβέρωφ, θα διαρκέσει έως την 1η Ιουνίου.
Την Τρίτη 14 Μαΐου εγκαινιάζεται μια έκθεση, που γίνεται με την υποστήριξη των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας και της Astra Gallery,(Καρυάτιδων 8 Ακρόπολη κάθετη Διον.Αρεοπαγίτου τηλ.210 9220236 ) όπου θα παρουσιαστούν χαρακτικά έργα της κας Μακρή από την περίοδο της κράτησής της.
Η Ζιζή Μακρή και το Δέντρο της Φυλακής,
του Βαγγέλη Καραμανωλάκη7από tvxs
Στις 18 Ιουνίου του 1960 εµφανίστηκε στα πρωτοσέλιδα των εφηµερίδων η είδηση για τη σύλληψη του παράνομου ηγετικού στελέχους του ΚΚΕ Φώκου Βέττα. Μαζί του είχαν συλληφθεί δύο ζευγάρια Γάλλων και ένα παιδί, οι οποίοι κατηγορήθηκαν ότι επιδίωκαν να τον φυγαδεύσουν κρυφά από τη χώρα. Από τους πέντε ξένους γρήγορα διασταυρώθηκε η ταυτότητα όλων των υπολοίπων πλην του ζεύγους Ερρίκου και Αγγέλας Χαν, το οποίο είχε πλαστά διαβατήρια.
Τελικά, επρόκειτο για τον Ροµπέρ Μοσσέν και τη χαράκτρια Ζιζή Λουίζα Μακρή. Αν ο πρώτος εκτελούσε απλώς το διεθνιστικό του καθήκον, η δεύτερη είχε µακρόχρονες και στενές σχέσεις µε την Ελλάδα: σπουδές της στο εργαστήρι του έλληνα χαράκτη ∆ηµήτρη Γαλάνη και ο γάµος της µε το γλύπτη Μέµο Μακρή, στο Παρίσι, όπου ο Μακρής είχε µετακινηθεί το 1945 µε την περίφημη αποστολή του Ματαρόα.
Το 1950 και µετά την απέλασή του Μακρή από τη Γαλλία για πολιτική δράση µετοίκησαν στην Ουγγαρία, όπου η Ζιζή εργάστηκε καλλιτεχνικά, δηµιουργώντας ένα πλήθος έργων (χαρακτικά, σχέδια ψηφιδωτά, υφαντά), αναπτύσσοντας στενές σχέσεις µε τους Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες. Η απόφασή της να συµµετάσχει στη φυγάδευση του Βέττα δεν µπορεί παρά να γίνει κατανοητή µέσα σε αυτόν τον περίκλειστο και περίπλοκο κόσµο, όπου παρά τους κραδασµούς που είχε γεννήσει η αποσταλινοποίηση του 1956, οι έννοιες του κοµµατικού καθήκοντος και της διεθνιστικής αλληλεγγύης παράµεναν εξαιρετικά σηµαντικές.
Η αποδοχή της αποστολής από τη Μακρή αποτελούσε σχεδόν µονόδροµο, µια ακόµη απόδειξη της πλήρους ένταξής της σε αυτόν τον κόσµο, στη συµµετοχή σε έναν αγώνα ο οποίος, παρά την ήττα στον Εµφύλιο, συνεχιζόταν με το όπλο παρά πόδα.
Παρά την αποσαφήνιση της ταυτότητας της Μακρή, η χαράκτρια αρνήθηκε ότι µιλούσε ελληνικά, ενώ αργότερα στη δίκη αποδέχτηκε ότι κατανοούσε τη γλώσσα αλλά δεν µπορούσε να µιλήσει. Οι κατηγορίες που της αποδόθηκαν, όπως και στους υπόλοιπους συλληφθέντες, ήταν εξαιρετικά βαριές: κατασκοπευτική δράση και απόπειρα ανατροπής του καθεστώτος. Τελικά οι κατηγορούµενοι καταδικάστηκαν σε φυλάκιση ενός έτους για τα πλαστά διαβατήρια. Καθώς είχαν ήδη παραµείνει προφυλακισµένοι έντεκα µήνες, εξαγόρασαν το υπόλοιπο της ποινής τους και αφέθηκαν ελεύθεροι.
Η Μακρή, µε εξαίρεση τις πρώτες εβδοµάδες µετά τη σύλληψή της στο Τµήµα Μεταγωγών, παρέµεινε έγκλειστη καθ' όλο το διάστηµα της προφυλάκισής της στις Φυλακές Αβέρωφ. σε αυτό το διώροφο πετρόκτιστο κτίριο στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας που είχε χτιστεί το 1889 ως φυλακή γυναικών, για να γκρεµιστεί στα χρόνια της χούντας. Όταν µεταφέρθηκε η Μακρή στη φυλακή, οι πολύ δύσκολες µέρες για τις πολιτικές κρατούµενες είχαν περάσει.
Οι µέρες των βασανιστηρίων, της σκληρής σωµατικής εργασίας, του ατέλειωτου συνωστισµού στους θαλάµους, οι µέρες των εκτελέσεων, του αποχαιρετισµού των µελλοθάνατων πριν το απόσπασµα είχαν περάσει ανεπιστρεπτί. Εάν στα τέλη της δεκαετίας του '40 οι πολιτικές κρατούµενες υπερέβαιναν τις 1000, το 1960 έφταναν µετά βίας τις 20, µετά τις µαζικές αποφυλακίσεις λόγω των µέτρων ειρήνευσης.
Οι περισσότερες από όσες είχαν µείνει, καταδικασµένες σε πολυετείς κατά κύριο λόγο φυλακίσεις, διαβιούσαν - συµβιώνοντας µε τον ολοένα και αυξανόµενο αριθµό ποινικών κρατουµένων- µια ανεκτή καθηµερινότητα στη φυλακή, βασισµένη σε κανόνες και ιεραρχήσεις συνδεδεµένες κατά κύριο λόγο µε την κοµµατική τους ιδιότητα.
Μέσα στη φυλακή η Μακρή δημιούργησε μια σειρά από σχέδια και χαρακτικά αφιερωμένα όχι στις πολιτικές μα στις ποινικές κρατούμενες, συγκροτώντας για πρώτη φορά μια μοναδική πινακοθήκη της άλλης πλευράς του φεγγαριού. Τα έργα της εκτέθηκαν πρώτη φορά στη Βουδαπέστη και το Δεκέμβριο του 1963 στη γκαλερί ΖΥΓΟΣ.
Αφορµή για την έκθεση αποτέλεσε και η έκδοση από την Επιθεώρηση Τέχνης µιας καλαίσθητης πλακέτας του ποιήµατος του Γιάννη Ρίτσου Το δέντρο της φυλακής και οι γυναίκες, εμπνευσμένο από τα χαρακτικά. Η αναφορά του ποιήµατος αλλά και ορισµένων από τα χαρακτικά στον περίφηµο φοίνικα - το δέντρο γύρω από το οποίο οι µελλοθάνατες γυναίκες έστηναν χορό-, και η ποιητική γραφή του Ρίτσου αφιερωµένη γενικά στον εγκλεισµό επέτρεψαν την ένταξη αυτής της έκδοσης στην ιστορία των αγώνων και των διώξεων της Αριστεράς, παρά τη διαφορετική θεµατολογία των χαρακτικών που τη συνόδευαν.
Η ιστορία της απόπειρας φυγάδευσης του Φώκου Βέττα αποτελεί µια µικρή ιστορία από εκείνες που χαρακτηρίζουν τη µετεµφυλιακή ελληνική πραγµατικότητα, αποτελεί µέρος µιας ευρύτερης συζήτησης αναφορικά µε την πολιτική του παράνοµου ΚΚΕ, αποτυπώνει για άλλη µια φορά την κίνηση του εκκρεµούς ανάµεσα στη νοµιµότητα και στην παρανοµία.
Μια µικρή ιστορία που άφησε πίσω της ένα µεγάλο έργο, όχι µόνο για την αδιαµφισβήτητη καλλιτεχνική του αξία, όσο γιατί αποτελεί έναν φόρο τιµής σε έναν ολόκληρο κόσµο, µε τον οποίο η ελληνική Αριστερά διατήρησε µια αµφιθυµική σχέση, αν και συµβίωσε µαζί του για δεκαετίες.
Αναφέροµαι στον κόσµο των ποινικών κρατουµένων, έναν κόσµο από τον οποίο η Αριστερά διαφοροποιήθηκε µε την αυστηρή οργάνωση της ζωής των στελεχών της στη φυλακή, θέλοντας να δώσει νόηµα και στόχο στο µακροχρόνιο εγκλεισµό τους, προσπαθώντας να αποσείσει από πάνω της κάθε κατηγορία που θα τη συνέδεε µε το κοινό έγκληµα. Έναν κόσµο όµως, µε τον οποίο τα έγκλειστα στελέχη της συνοµίλησαν, και κάποτε συνεργάστηκαν, ακουµπώντας η µια πλευρά στην άλλη στον κοινό αγώνα για την επιβίωση.
∆υο διαφορετικοί εν πολλοίς κόσµοι που µοιράστηκαν όµως, σε µεγάλο βαθµό, τις κοινές νύχτες της φυλακής, τα προαύλια των φυλακών, το δάκρυ των µελλοθάνατων, όπως αποτυπώνεται και στις πολυάριθµες πλέον σχετικές µαρτυρίες. Για αυτή την κοινή εµπειρία του εγκλεισµού µιλάει ακόµη και σήµερα η Μακρή µε το έργο της, για την εµπειρία της στέρησης της ελευθερίας όπως αποτυπώνεται έξοχα στις γυναικείες φιγούρες της που, πολιτικές και ποινικές κρατούµενες µαζί, βηµατίζουν στη ίδια µακρά σειρά, διασχίζοντας για άλλη µια φορά το γκρίζο προαύλιο.
Το 1950 και µετά την απέλασή του Μακρή από τη Γαλλία για πολιτική δράση µετοίκησαν στην Ουγγαρία, όπου η Ζιζή εργάστηκε καλλιτεχνικά, δηµιουργώντας ένα πλήθος έργων (χαρακτικά, σχέδια ψηφιδωτά, υφαντά), αναπτύσσοντας στενές σχέσεις µε τους Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες. Η απόφασή της να συµµετάσχει στη φυγάδευση του Βέττα δεν µπορεί παρά να γίνει κατανοητή µέσα σε αυτόν τον περίκλειστο και περίπλοκο κόσµο, όπου παρά τους κραδασµούς που είχε γεννήσει η αποσταλινοποίηση του 1956, οι έννοιες του κοµµατικού καθήκοντος και της διεθνιστικής αλληλεγγύης παράµεναν εξαιρετικά σηµαντικές.
Η αποδοχή της αποστολής από τη Μακρή αποτελούσε σχεδόν µονόδροµο, µια ακόµη απόδειξη της πλήρους ένταξής της σε αυτόν τον κόσµο, στη συµµετοχή σε έναν αγώνα ο οποίος, παρά την ήττα στον Εµφύλιο, συνεχιζόταν με το όπλο παρά πόδα.
Παρά την αποσαφήνιση της ταυτότητας της Μακρή, η χαράκτρια αρνήθηκε ότι µιλούσε ελληνικά, ενώ αργότερα στη δίκη αποδέχτηκε ότι κατανοούσε τη γλώσσα αλλά δεν µπορούσε να µιλήσει. Οι κατηγορίες που της αποδόθηκαν, όπως και στους υπόλοιπους συλληφθέντες, ήταν εξαιρετικά βαριές: κατασκοπευτική δράση και απόπειρα ανατροπής του καθεστώτος. Τελικά οι κατηγορούµενοι καταδικάστηκαν σε φυλάκιση ενός έτους για τα πλαστά διαβατήρια. Καθώς είχαν ήδη παραµείνει προφυλακισµένοι έντεκα µήνες, εξαγόρασαν το υπόλοιπο της ποινής τους και αφέθηκαν ελεύθεροι.
Η Μακρή, µε εξαίρεση τις πρώτες εβδοµάδες µετά τη σύλληψή της στο Τµήµα Μεταγωγών, παρέµεινε έγκλειστη καθ' όλο το διάστηµα της προφυλάκισής της στις Φυλακές Αβέρωφ. σε αυτό το διώροφο πετρόκτιστο κτίριο στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας που είχε χτιστεί το 1889 ως φυλακή γυναικών, για να γκρεµιστεί στα χρόνια της χούντας. Όταν µεταφέρθηκε η Μακρή στη φυλακή, οι πολύ δύσκολες µέρες για τις πολιτικές κρατούµενες είχαν περάσει.
Οι µέρες των βασανιστηρίων, της σκληρής σωµατικής εργασίας, του ατέλειωτου συνωστισµού στους θαλάµους, οι µέρες των εκτελέσεων, του αποχαιρετισµού των µελλοθάνατων πριν το απόσπασµα είχαν περάσει ανεπιστρεπτί. Εάν στα τέλη της δεκαετίας του '40 οι πολιτικές κρατούµενες υπερέβαιναν τις 1000, το 1960 έφταναν µετά βίας τις 20, µετά τις µαζικές αποφυλακίσεις λόγω των µέτρων ειρήνευσης.
Οι περισσότερες από όσες είχαν µείνει, καταδικασµένες σε πολυετείς κατά κύριο λόγο φυλακίσεις, διαβιούσαν - συµβιώνοντας µε τον ολοένα και αυξανόµενο αριθµό ποινικών κρατουµένων- µια ανεκτή καθηµερινότητα στη φυλακή, βασισµένη σε κανόνες και ιεραρχήσεις συνδεδεµένες κατά κύριο λόγο µε την κοµµατική τους ιδιότητα.
Μέσα στη φυλακή η Μακρή δημιούργησε μια σειρά από σχέδια και χαρακτικά αφιερωμένα όχι στις πολιτικές μα στις ποινικές κρατούμενες, συγκροτώντας για πρώτη φορά μια μοναδική πινακοθήκη της άλλης πλευράς του φεγγαριού. Τα έργα της εκτέθηκαν πρώτη φορά στη Βουδαπέστη και το Δεκέμβριο του 1963 στη γκαλερί ΖΥΓΟΣ.
Αφορµή για την έκθεση αποτέλεσε και η έκδοση από την Επιθεώρηση Τέχνης µιας καλαίσθητης πλακέτας του ποιήµατος του Γιάννη Ρίτσου Το δέντρο της φυλακής και οι γυναίκες, εμπνευσμένο από τα χαρακτικά. Η αναφορά του ποιήµατος αλλά και ορισµένων από τα χαρακτικά στον περίφηµο φοίνικα - το δέντρο γύρω από το οποίο οι µελλοθάνατες γυναίκες έστηναν χορό-, και η ποιητική γραφή του Ρίτσου αφιερωµένη γενικά στον εγκλεισµό επέτρεψαν την ένταξη αυτής της έκδοσης στην ιστορία των αγώνων και των διώξεων της Αριστεράς, παρά τη διαφορετική θεµατολογία των χαρακτικών που τη συνόδευαν.
Η ιστορία της απόπειρας φυγάδευσης του Φώκου Βέττα αποτελεί µια µικρή ιστορία από εκείνες που χαρακτηρίζουν τη µετεµφυλιακή ελληνική πραγµατικότητα, αποτελεί µέρος µιας ευρύτερης συζήτησης αναφορικά µε την πολιτική του παράνοµου ΚΚΕ, αποτυπώνει για άλλη µια φορά την κίνηση του εκκρεµούς ανάµεσα στη νοµιµότητα και στην παρανοµία.
Μια µικρή ιστορία που άφησε πίσω της ένα µεγάλο έργο, όχι µόνο για την αδιαµφισβήτητη καλλιτεχνική του αξία, όσο γιατί αποτελεί έναν φόρο τιµής σε έναν ολόκληρο κόσµο, µε τον οποίο η ελληνική Αριστερά διατήρησε µια αµφιθυµική σχέση, αν και συµβίωσε µαζί του για δεκαετίες.
Αναφέροµαι στον κόσµο των ποινικών κρατουµένων, έναν κόσµο από τον οποίο η Αριστερά διαφοροποιήθηκε µε την αυστηρή οργάνωση της ζωής των στελεχών της στη φυλακή, θέλοντας να δώσει νόηµα και στόχο στο µακροχρόνιο εγκλεισµό τους, προσπαθώντας να αποσείσει από πάνω της κάθε κατηγορία που θα τη συνέδεε µε το κοινό έγκληµα. Έναν κόσµο όµως, µε τον οποίο τα έγκλειστα στελέχη της συνοµίλησαν, και κάποτε συνεργάστηκαν, ακουµπώντας η µια πλευρά στην άλλη στον κοινό αγώνα για την επιβίωση.
∆υο διαφορετικοί εν πολλοίς κόσµοι που µοιράστηκαν όµως, σε µεγάλο βαθµό, τις κοινές νύχτες της φυλακής, τα προαύλια των φυλακών, το δάκρυ των µελλοθάνατων, όπως αποτυπώνεται και στις πολυάριθµες πλέον σχετικές µαρτυρίες. Για αυτή την κοινή εµπειρία του εγκλεισµού µιλάει ακόµη και σήµερα η Μακρή µε το έργο της, για την εµπειρία της στέρησης της ελευθερίας όπως αποτυπώνεται έξοχα στις γυναικείες φιγούρες της που, πολιτικές και ποινικές κρατούµενες µαζί, βηµατίζουν στη ίδια µακρά σειρά, διασχίζοντας για άλλη µια φορά το γκρίζο προαύλιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου