του Νίκου Σκοπλάκη
Αφηγούμενος τους ανταγωνιστικούς, αλλά επί της ουσίας συμπληρωματικούς σχεδιασμούς των τραπεζιτών-κερδοσκόπων (με εμβληματικό μεταξύ τους τον βαρώνο-τραπεζίτη-αδίστακτο κερδοσκόπο Frédéric de Nucingen), ο Μπαλζάκ είχε στην πραγματικότητα παρουσιάσει από το 1838 το συστηματικό περίγραμμα μιας απάντησης: Η ανάγνωση του μυθιστορήματος La Maison Nucingen («Ο οίκος Νυσανζέν») θα μάς βοηθούσε να αντιληφθούμε καλύτερα, μέσα από τις πυκνές διαλεκτικές εικόνες του, πώς οι κερδοσκοπίες, οι απανωτές χειραγωγήσεις και οι «άμεμπτες» μοχλεύσεις συναρθρώθηκαν στην κατοχύρωση του πολιτικού πεδίου της κοινωνικής τους κατίσχυσης, δηλαδή σαν θεσμοποιημένο χρηματοκιβώτιο, ώστε να σωρεύεται το χρήμα ως προνόμιο των μερίδων και των συμμάχων της άρχουσας τάξης.
Αν θέλουμε να αναδείξουμε το ιστορικό βάθος του λογοτεχνικού έργου, θα βρούμε την εναργέστερη περιληπτική απόδοσή του σε ένα απόσπασμα από τους Ταξικούς Αγώνες στη Γαλλία του Κ. Μαρξ:
«Γενικά, η αστάθεια του δημόσιου δανεισμού και η γνώση των μυστικών του κράτους επέτρεπαν στους τραπεζίτες, όπως και στους εταίρους τους στα νομοθετικά σώματα και στην εκτελεστική εξουσία, να προκαλούν στην κίνηση των δημόσιων ομολογιών αιφνίδιες και ασυνήθεις διακυμάνσεις, των οποίων το αμετάβλητο αποτέλεσμα δεν ήταν άλλο από την καταστροφή μιας μάζας μικρών κεφαλαιούχων και τον εξωπραγματικά ταχύ πλουτισμό των μεγάλων κερδοσκόπων».
Η αναζήτηση αυτής της διφυούς στρατηγικής πλουτισμού και (υπο)προλεταριοποίησης συνείχε τους Nucingen και τους Rastignac, τους εκφραστές οικονομικών και πολιτικών τακτικών του κεφαλαίου. Ένα άλλο στοιχείο αυτής της διφυούς στρατηγικής ήταν ο ιδεολογικός υπερκαθορισμός της κοινωνίας, ώστε κανείς «να μην σκέφτεται πια τον βόρβορο, όπου βυθίζονται οι ρίζες αυτών των επιβλητικών δέντρων, των στηριγμάτων του κράτους», για να δανειστώ αυτούσια μια διατύπωση από το La Maison Nucingen. Μια σειρά από μικρές βρώμικες συγκράσεις («de sales petites combinaisons»), οι οποίες στις μέρες μας θα προσαγορεύονταν «επενδύσεις», αναδιοργάνωναν επιθετικά την προοπτική αυτής της διφυούς διαχείρισης. Δείτε, για παράδειγμα, τον κόμη Thaler από το μυθιστόρημα Le Rouge et le Noir («Το Κόκκινο και το Μαύρο») του Σταντάλ (1830): Ο κόμης Thaler (υπαινιγμός, άραγε, στα αυστριακά χρυσά τάλιρα;) ήταν «διάσημος για τα πλούτη του, τα οποία είχε αποκτήσει δανείζοντας τους βασιλιάδες για να κάνουν πόλεμο στους λαούς τους».
Η θεσμοποίηση της «βασιλείας του χρήματος» στη Γαλλία ενισχύθηκε με την αντικατάσταση του Κάρολου Ι’ από τον Λουδοβίκο-Φίλιππο και πραγματικούς εξουσιάζοντες τους φορείς του χρηματιστικού καπιταλισμού. Ο Μπαλζάκ είχε εκ του σύνεγγυς παρακολουθήσει τον παριζιάνικο ξεσηκωμό μεταξύ 27 και 29 Ιουλίου του 1830 («Les Trois Glorieuses»), στην αποτίμηση του οποίου έγραψε χαρακτηριστικά: «Ήμασταν σχεδόν όλοι αηδιασμένοι καταλαβαίνοντας ότι η αστική τάξη πρόδιδε τον λαό». Η αστική τάξη, με αιχμή του δόρατος το χρηματιστικό κεφάλαιο και προσωπείο...ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ ΕΔΩ
Ήταν μεγάλη η κατακραυγή εναντίον της τυραννίας των αριστοκρατών, σήμερα η κατακραυγή απευθύνεται στην τυραννία των χρηματιστών», έγραφε ο Μπαλζάκ το 1844 στο μυθιστόρημα Les Paysans («Οι Χωρικοί»). Ο Μπαλζάκ, αλλά και ο Σταντάλ, δεν έζησαν τις μεγάλες καπιταλιστικές κρίσεις του 20ου και του 21ου αιώνα. Γνώριζαν, όμως, πολύ καλά τις χρηματοπιστωτικές κρίσεις του 1813 και του 1827 (ο Μπαλζάκ, μάλιστα, πρόλαβε να ζήσει και εκείνη του 1847), με τις οποίες ο καπιταλισμός εδραιωνόταν ως τρόπος παραγωγής, πολιτικής διεύθυνσης, ιδεολογικής και κοινωνικής επικυριαρχίας.
Το 1848, ο Μπαλζάκ ολοκλήρωσε το βιβλίο Envers de l’histoire contemporaine («Η άλλη όψη της σύγχρονης ιστορίας»), όπου περιγράφει πώς πολυεδρικοί τραπεζικοί οίκοι διοργάνωσαν ανεπίληπτες κερδοσκοπίες, αναδιατάσσοντας το πεδίο της πολιτικής εξουσίας και νομιμοποιούμενες σε αυτό, για να καταγάγουν «πελώρια κέρδη επί των πρώτων εθνικών δανείων της Παλινόρθωσης». Συνειρμικά, έθετε δύο ενοχλητικά ερωτήματα: Εις βάρος ποιών, παρακαλώ, αποκομίζονται αυτά τα «πελώρια κέρδη»; Ποιοί πληρώνουν, σε τελική ανάλυση, τα «πελώρια κέρδη» που πραγματοποιούν οι τραπεζικοί οίκοι επί του εθνικού δανεισμού;
Αφηγούμενος τους ανταγωνιστικούς, αλλά επί της ουσίας συμπληρωματικούς σχεδιασμούς των τραπεζιτών-κερδοσκόπων (με εμβληματικό μεταξύ τους τον βαρώνο-τραπεζίτη-αδίστακτο κερδοσκόπο Frédéric de Nucingen), ο Μπαλζάκ είχε στην πραγματικότητα παρουσιάσει από το 1838 το συστηματικό περίγραμμα μιας απάντησης: Η ανάγνωση του μυθιστορήματος La Maison Nucingen («Ο οίκος Νυσανζέν») θα μάς βοηθούσε να αντιληφθούμε καλύτερα, μέσα από τις πυκνές διαλεκτικές εικόνες του, πώς οι κερδοσκοπίες, οι απανωτές χειραγωγήσεις και οι «άμεμπτες» μοχλεύσεις συναρθρώθηκαν στην κατοχύρωση του πολιτικού πεδίου της κοινωνικής τους κατίσχυσης, δηλαδή σαν θεσμοποιημένο χρηματοκιβώτιο, ώστε να σωρεύεται το χρήμα ως προνόμιο των μερίδων και των συμμάχων της άρχουσας τάξης.
Αν θέλουμε να αναδείξουμε το ιστορικό βάθος του λογοτεχνικού έργου, θα βρούμε την εναργέστερη περιληπτική απόδοσή του σε ένα απόσπασμα από τους Ταξικούς Αγώνες στη Γαλλία του Κ. Μαρξ:
«Γενικά, η αστάθεια του δημόσιου δανεισμού και η γνώση των μυστικών του κράτους επέτρεπαν στους τραπεζίτες, όπως και στους εταίρους τους στα νομοθετικά σώματα και στην εκτελεστική εξουσία, να προκαλούν στην κίνηση των δημόσιων ομολογιών αιφνίδιες και ασυνήθεις διακυμάνσεις, των οποίων το αμετάβλητο αποτέλεσμα δεν ήταν άλλο από την καταστροφή μιας μάζας μικρών κεφαλαιούχων και τον εξωπραγματικά ταχύ πλουτισμό των μεγάλων κερδοσκόπων».
Η αναζήτηση αυτής της διφυούς στρατηγικής πλουτισμού και (υπο)προλεταριοποίησης συνείχε τους Nucingen και τους Rastignac, τους εκφραστές οικονομικών και πολιτικών τακτικών του κεφαλαίου. Ένα άλλο στοιχείο αυτής της διφυούς στρατηγικής ήταν ο ιδεολογικός υπερκαθορισμός της κοινωνίας, ώστε κανείς «να μην σκέφτεται πια τον βόρβορο, όπου βυθίζονται οι ρίζες αυτών των επιβλητικών δέντρων, των στηριγμάτων του κράτους», για να δανειστώ αυτούσια μια διατύπωση από το La Maison Nucingen. Μια σειρά από μικρές βρώμικες συγκράσεις («de sales petites combinaisons»), οι οποίες στις μέρες μας θα προσαγορεύονταν «επενδύσεις», αναδιοργάνωναν επιθετικά την προοπτική αυτής της διφυούς διαχείρισης. Δείτε, για παράδειγμα, τον κόμη Thaler από το μυθιστόρημα Le Rouge et le Noir («Το Κόκκινο και το Μαύρο») του Σταντάλ (1830): Ο κόμης Thaler (υπαινιγμός, άραγε, στα αυστριακά χρυσά τάλιρα;) ήταν «διάσημος για τα πλούτη του, τα οποία είχε αποκτήσει δανείζοντας τους βασιλιάδες για να κάνουν πόλεμο στους λαούς τους».
Η θεσμοποίηση της «βασιλείας του χρήματος» στη Γαλλία ενισχύθηκε με την αντικατάσταση του Κάρολου Ι’ από τον Λουδοβίκο-Φίλιππο και πραγματικούς εξουσιάζοντες τους φορείς του χρηματιστικού καπιταλισμού. Ο Μπαλζάκ είχε εκ του σύνεγγυς παρακολουθήσει τον παριζιάνικο ξεσηκωμό μεταξύ 27 και 29 Ιουλίου του 1830 («Les Trois Glorieuses»), στην αποτίμηση του οποίου έγραψε χαρακτηριστικά: «Ήμασταν σχεδόν όλοι αηδιασμένοι καταλαβαίνοντας ότι η αστική τάξη πρόδιδε τον λαό». Η αστική τάξη, με αιχμή του δόρατος το χρηματιστικό κεφάλαιο και προσωπείο...ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου