Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2014

Η Γυναίκα της Ζάκυνθος...ως πρότυπο

ή ως αρχέτυπο του  αποτρόπαιου και πορνικού χαρακτήρα του δοσιλογισμού και του φασισμού.Του διώκτη των αδύναμων.Της εξαχρείωσης πολιτικών.

Ένα έργο σταθμός του Νέου Ελληνισμού.
Θάλασσα οι αναφορές,μελέτες και έρευνες στο Σολωμικό σύμπαν.Το συγκεκριμένο που έμεινε ατελές και δημοσιεύτηκε πολλά χρόνια μετά του θάνατο του ποιητή,προκάλεσε την προσπάθεια πολλών να βρουν σε ποιο πραγματικό πρόσωπο αντιστοιχεί η απαίσια αυτή γυναικεία μορφή.

Όμως αυτό καμιά σημασία δεν έχει.Η αλήθεια που φέρει η τέχνη είναι καθολική και διαχρονική.
Ο Σολωμός το γνωρίζει αυτό απόλυτα και πολύ νωρίς.Είναι γι' αυτόν ένα σύμβολο.

Το έργο είναι επίκαιρο σήμερα και πάντα.Η απεχθής μορφή βρίσκει τη ακριβή εικόνα του στις απεχθείς, χυδαίες, βίαιες, και ανελέητες μορφές του δοσιλογισμού και της εθελοδουλείας,του ρατσισμού και του μίσους στους πρόσφυγες, σε όλα τα επίπεδα των κυρίαρχων ομάδων εξωτερικού,εσωτερικού,κυβερνητικών ανδρεικέλων,και υπαλλήλων αυτών.Το πορνικό στοιχείο (κάθε είδους υπηρεσία/προδοσία αλλά με αμοιβή) είναι ένα από τα χαρακτηριστικά τους.

Ας θυμηθούμε το λόγο "..που από ψέμα δεν γνωρίζει.." που λέει και ο Ελύτης

ο ποιητής-Αρχή

Εγώ Διονύσιος Ιερομόναχος, εγκάτοικος στο ξωκλήσι του Αγίου Λύπιου, για να περιγράψω ό,τι στοχάζουμαι λέγω:
 Ό,τι εγύριζα από το μοναστήρι του Άγιου Διονυσίου, οπού είχα πάει για να μιλήσω με έναν καλόγερο, για κάτι υπόθεσες ψυχικές.
 Και ήτανε καλοκαίρι, και ήταν ή ώρα οπού θολώνουνε τα νερά, και είχα φθάσει στα Τρία Πηγάδια, και ήταν εκεί τριγύρου ή γη όλο νερά, γιατί πάνε οι γυναίκες και συχνοβγάνουνε.
 Εσταμάτησα σε ένα από τα Τρία Πηγάδια, και απιθώνοντας τα χέρια μου στο φιλιατρό του πηγαδιού έσκυψα να ιδώ αν ήτουν πολύ νερό.
 Και το είδα ως τη μέση γιομάτο και είπα: Δόξα σοι ο Θεός.
 Γλυκιά η δροσιά που στέρνει για τα σπλάχνα του ανθρώπου το καλοκαίρι, μεγάλα τα έργα του και μεγάλη ή αφχαριστία του άνθρώπου.
 Και οι δίκαιοι κατά τη θεία Γραφή πόσοι είναι; Και συλλογίζοντας αυτό επαίξανε τα μάτια μου στα χέρια μου οπού ήτανε απιθωμένα στο φιλιατρό.
 Και θέλοντας να μετρήσω με τα δάχτυλα τους δίκαιους, ασήκωσα από το φιλιατρό το χέρι μου το ζερβί, και κοιτώντας τα δάχτυλα του δεξιού είπα: Τάχα να είναι πολλά;
 Και αρχίνησα και εσύγκρενα τον αριθμό των δικαίων οπού εγνώριζα με αυτά τα πέντε δάχτυλα, και βρίσκοντας πως ετούτα επερισσεύανε ελιγόστεψα το δάχτυλο το λιανό, κρύβοντας το ανάμεσα στο φιλιατρό και στην απαλάμη μου.
Και έστεκα και εθεωρούσα τα τέσσερα δάχτυλα για πολληώρα, και αιστάνθηκα μεγάλη λαχτάρα, γιατί είδα πως ήμουνα στενεμένος να λιγοστέψω, και κοντά στο λιανό μου δάχτυλο, έβαλα το σιμοτινό του στην ίδια θέση.
 Εμνέσκανε το λοιπόν από κάτου από τα μάτια μου τα τρία δάχτυλα μοναχά, και τα εχτυπούσα ανήσυχα απάνου στο φιλιατρό για να βοηθήσω, το νου μου να εύρει κάνε τρεις δίκαιους.
Αλλά επειδή αρχινήσανε τα σωθικά μου να τρέμουνε σαν τη θάλασσα που δεν ησυχάζει ποτέ,
ασήκωσα τα τρία μου έρμα δάχτυλα και έκαμα το σταυρό μου.
 Έπειτα θέλοντας να αριθμήσω τους αδίκους, έχωσα το ένα χέρι μες στην τσέπη του ράσου μου και το άλλο ανάμεσα στο ζωνάρι μου, γιατί εκατάλαβα, αλίμονον! πως τα δάχτυλα δεν εχρειαζόντανε ολότελα.

Και ο νους μου εζαλίστηκε από το μεγάλον αριθμό·

Η γυναίκα
....και εστριφογυρίζανε εδώ και εκεί γυρεύοντας το κακό, και το βρίσκανε και όπου δεν ήτουν.
Και μες στα μάτια της άστραφτε ένα κάποιον τι που σ' έκανε να στοχασθείς ότι, η τρελάδα ή είναι λίγο που την άφησε ή κοντεύει να την τρυκιμίσει.
Και τούτη ήταν η κατοικία της ψυχής της της πονηρής και της αμαρτωλής.
Και εφανέρωνε την πονηρία και μιλώντας και σιωπώντας.
Και όταν εμιλούσε κρυφά για να βλάψει τη φήμη του ανθρώπου, έμοιαζε η φωνή της με το ψιθύρισμα του ψαθιού πατημένου από το πόδι του κλέφτη.
Και όταν εμίλειε δυνατά, εφαινότουνα η φωνή της εκείνη όπου κάνουν οι άνθρωποι για να αναγελάσουν τους άλλους.

Και μολοντούτο, όταν ήτουν μοναχή, επήγαινε στον καθρέφτη, και κοιτώντας εγέλουνε κ' έκλαιε,


ΟΙ ΜΙΣΟΛΟΓΓΙΤΙΣΣΕΣ

 Και εσυνέβηκε αυτές τες ημέρες οπού οι Τούρκοι επολιορκούσαν το Μισολόγγι και συχνά ολημερνίς και καπότε οληνυχτίς έτρεμε η Ζάκυνθο από το κανόνισμα το πολύ.
Και κάποιες γυναίκες Μισολογγίτισσες επερπατούσαν τριγύρω γυρεύοντας για τους άνδρες τους, για τα παιδιά τους, για τ' αδέλφια τους που επολεμούσανε.
Στην αρχή εντρεπόντανε νάβγουνε και επροσμένανε το σκοτάδι για ν' απλώσουν το χέρι, επειδή δεν ήτανε μαθημένες....
Και ακολούθως εβιαζόντανε και εσυχνοτηράζανε από το παρεθύρι τον ήλιο πότε να βασιλέψη για νάβγουνε.
 Αλλά όταν επερισσέψανε οι χρείες εχάσανε την ντροπή, ετρέχανε ολημερνίς.
Και όταν εκουραζόντανε εκαθόντανε στ' ακρογιάλι κι ακούανε, γιατί εφοβόντανε μην πέσει το Μισολόγγι.
Και τες έβλεπε ο κόσμος να τρέχουνε τα τρίστρατα, τα σταυροδρόμια, τα σπίτια, τα ανώγια και τα χαμώγια, τες εκκλησίες, τα ξωκλήσια γυρεύοντας.
Και ελαβαίνανε χρήματα, πανιά για τους λαβωμένους.
Και δεν τους έλεγε κανένας το όχι, γιατί οι ρώτησες των γυναικών ήτανε τες περσότερες φορές συντροφευμένες από τες κανονιές του Μισολογγιού και η γή έτρεμε από κάτου από τα πόδια μας.


Ωστόσο η γυναίκα της Ζάκυνθος είχε στα γόνατα τη θυγατέρα της και επολέμαε να την καλοπιάσει.....
Και ιδού παρεσιάζουνται ομπρός της οι γυναίκες του Μισολογγιού. Εβάλανε το δεξί τους στα στήθια και επροσκυνήσανε· και εμείνανε σιωπηλές και ακίνητες...

...Και ετότες η γυναίκα της Ζάκυνθος την αντίσκοψε και αποκρίθηκε: “... όλα τα χάσετε, αλλά από εκείνο που ακούω η γλώσσα σας έμεινε.
Και τώρα που βλέπετε πως πάνε τα πράματα σας κακά, θέλτε να πέσει το βάρος απάνου μου...
Αύριο πέφτει το Μισολόγγι, βάνουνε σε τάξη την Ελλάδα τη ζουρλή οι βασιλιάδες, εις τους οποίους έχω όλες μου τες ελπίδες..
Εσείς δεν έχετε άλλη δουλειά παρά να ψωμοζητάτε.....

Και όποιος την έβλεπε έλεγε: Ο διάβολος ίσως την είχε αδράξει, αλλά εμετάνιωσε και την άφησε, για το μίσος που έχει του κόσμου.
και οι γυναίκες του Μισολογγιού εκατέβηκαν χωρίς να κάμουνε ταραχή.
Ετότες η γυναίκα της Ζάκυνθος βάνοντας την απαλάμη απάνου στην καρδιά της και αναστενάζοντας δυνατά, είπε:
“Πως μου χτυπάει, Θέ μου, η καρδιά, που μου έπλασες τόσο καλή!

”Με συγχύσανε αυτές οι πόρνες! Όλες οι γυναίκες του κόσμου είναι πόρνες
Και η γυναίκα ετότες εμπήκε στο δώμα της.
Και σε λίγο έγινε μεγάλη σιωπή και άκουσα το κρεβάτι να τρίξει πρώτα λίγο και κατόπι πολύ. Και ανάμεσα στο τρίξιμο εβγαίνανε λαχανιάσματα και γογγυσμοί.
καθώς κάνουν οι βαστάζοι όταν οι κακότυχοι έχουν βάρος εις την πλάτη τους ανυπόφορτο.

Και έφυγα από την πέτρα του σκανδάλου εγώ Διονύσιος Ιερομόναχος. Και ό,τι έβγαινα από τη θύρα του σπιτιού απάντηξα τον άνδρα της γυναικός οπού ανέβαινε......
.......
Κι εσηκώθηκα και επήα οπίσω από τον καθρέφτη και είδα τη γυναίκα της Ζάκυνθος που εκρεμότουνα και εκυμάτιζε.


Η  ΚΙΚΟ απ'τη Ζάκυνθο μου δώρισε τα αυτόγραφα του έργου.
Την ευχαριστώ κι απ'εδώ.

2 σχόλια: